φυλέτης: Difference between revisions
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1314.png Seite 1314]] ὁ, von derselben Zunft, Zunftgenosse, tribulis; Ar. τῆς ἐμῆς γυναικὸς ὄντε ξυγγενέε καὶ φυλέτα Av. 368, Schol. erkl. συμπατριώτα; Plat. Legg. XII, 955 d; Dem. u. A. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1314.png Seite 1314]] ὁ, von derselben Zunft, Zunftgenosse, tribulis; Ar. τῆς ἐμῆς γυναικὸς ὄντε ξυγγενέε καὶ φυλέτα Av. 368, Schol. erkl. συμπατριώτα; Plat. Legg. XII, 955 d; Dem. u. A. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />membre d'une tribu.<br />'''Étymologie:''' [[φυλή]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φῡλέτης''': -ου, ὁ, (φυλὴ) ὁ ἐκ τῆς αὐτῆς φυλῆς, [[συμφυλέτης]], Λατ. tribulis, Ἀντιφῶν 142, 46, Ἀνδοκ. 19. 31, Πλάτ. Νόμ. 955D· ὦ φυλέτα Ἀριστοφ. Ἀχ. 568· ― ὡς ἐπίθ., φ. [[χορός]], ὁ χορὸς τῆς φυλῆς, Ἑλλ. Ἐπιγραμμ. 927. | |lstext='''φῡλέτης''': -ου, ὁ, (φυλὴ) ὁ ἐκ τῆς αὐτῆς φυλῆς, [[συμφυλέτης]], Λατ. tribulis, Ἀντιφῶν 142, 46, Ἀνδοκ. 19. 31, Πλάτ. Νόμ. 955D· ὦ φυλέτα Ἀριστοφ. Ἀχ. 568· ― ὡς ἐπίθ., φ. [[χορός]], ὁ χορὸς τῆς φυλῆς, Ἑλλ. Ἐπιγραμμ. 927. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 10:40, 2 October 2022
English (LSJ)
ου, ὁ, (φυλή) one of the same tribe, fellow-tribesman, Antipho 6.13, And.1.150, Pl.Lg.955d, IG22.1165.26, 1749.71, SIG1023.49 (Cos, iii/ii B. C.); ὦ φυλέτα Ar.Ach.568 (lyr.): as adjective, φ. χορός the chorus of one's tribe, IG22.3114.
German (Pape)
[Seite 1314] ὁ, von derselben Zunft, Zunftgenosse, tribulis; Ar. τῆς ἐμῆς γυναικὸς ὄντε ξυγγενέε καὶ φυλέτα Av. 368, Schol. erkl. συμπατριώτα; Plat. Legg. XII, 955 d; Dem. u. A.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
membre d'une tribu.
Étymologie: φυλή.
Greek (Liddell-Scott)
φῡλέτης: -ου, ὁ, (φυλὴ) ὁ ἐκ τῆς αὐτῆς φυλῆς, συμφυλέτης, Λατ. tribulis, Ἀντιφῶν 142, 46, Ἀνδοκ. 19. 31, Πλάτ. Νόμ. 955D· ὦ φυλέτα Ἀριστοφ. Ἀχ. 568· ― ὡς ἐπίθ., φ. χορός, ὁ χορὸς τῆς φυλῆς, Ἑλλ. Ἐπιγραμμ. 927.
Greek Monolingual
ὁ, θηλ. φυλέτις -ιδος, 1. αυτός που ανήκει στην ίδια φυλή με κάποιον άλλο («κωμῆταί τε καὶ φυλέται», Πλάτ.)
2. ως επίθ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κάποια φυλή (α. «φυλέτης χορός» — ο χορός της φυλής, ο τοπικός
β. «φυλέτις ἐκκλησία», Αππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φῦλον / φυλή + κατάλ. -έ-της (πρβλ. γαμ-έτης: γάμος, οἰκ-έτης: οἶκος), βλ. και -της].
Greek Monotonic
φυλέτης: -ου, ὁ (φυλή), κάποιος από την ίδια φυλή, συμφυλέτης, Λατ. tribulis, ὦ φυλέτα, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
φῡλέτης: ου ὁ филет, сочлен по филе, т. е. сородич или земляк Arph., Plat.
Middle Liddell
φῡλέτης, ου, ὁ, φυλή
one of the same tribe, a tribesman, Lat. tribulis, ὦ φυλέτα Ar.