χαμᾶζε: Difference between revisions
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=xama=ze | |Beta Code=xama=ze | ||
|Definition=Adv., (χαμαί) [[to the ground]], [[on the ground]], freq. in Hom., ἐξ ὀχέων σὺν τεύχεσιν ἆλτο χ. <span class="bibl">Il.3.29</span>, al.; <b class="b3">ἀπὸ πύργου βαῖνε χ</b>. stepped [[to the ground]], <span class="bibl">21.529</span>; [κεραυνὸν] ἧκε χ. <span class="bibl">8.134</span>, cf. <span class="bibl">14.497</span>, <span class="bibl">20.461</span>; χ. κάππεσεν <span class="bibl">15.537</span>; τόξον . . θῆκε χ. <span class="bibl">Od.21.136</span>, cf.<span class="bibl">22.340</span>: rare in Trag. and Com., <span class="bibl">E.<span class="title">Ba.</span>633</span> (troch.), <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span>341</span>, <span class="bibl">344</span> (both troch.); μὴ πέσῃ χ. <span class="bibl">Id.<span class="title">V.</span>1012</span> (lyr.); χ. προβαίνουσα <span class="bibl">Babr. 115.13</span>; freq. in later Prose, χ. θυρεοῖς κεκλιμένοις <span class="bibl">Plu.<span class="title">Sull.</span>28</span>; ἔχειν χ. δύ' ὀβολώ <span class="bibl">Luc.<span class="title">Lex.</span>2</span>. (On the exceptional accent cf. Ael. Dion.<span class="bibl"><span class="title">Fr.</span>322</span>, Hdn.Gr.<span class="bibl">2.951</span>.) | |Definition=Adv., (χαμαί) [[to the ground]], [[on the ground]], freq. in Hom., ἐξ ὀχέων σὺν τεύχεσιν ἆλτο χ. <span class="bibl">Il.3.29</span>, al.; <b class="b3">ἀπὸ πύργου βαῖνε χ</b>. stepped [[to the ground]], <span class="bibl">21.529</span>; [κεραυνὸν] ἧκε χ. <span class="bibl">8.134</span>, cf. <span class="bibl">14.497</span>, <span class="bibl">20.461</span>; χ. κάππεσεν <span class="bibl">15.537</span>; τόξον . . θῆκε χ. <span class="bibl">Od.21.136</span>, cf.<span class="bibl">22.340</span>: rare in Trag. and Com., <span class="bibl">E.<span class="title">Ba.</span>633</span> (troch.), <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span>341</span>, <span class="bibl">344</span> (both troch.); μὴ πέσῃ χ. <span class="bibl">Id.<span class="title">V.</span>1012</span> (lyr.); χ. προβαίνουσα <span class="bibl">Babr. 115.13</span>; freq. in later Prose, χ. θυρεοῖς κεκλιμένοις <span class="bibl">Plu.<span class="title">Sull.</span>28</span>; ἔχειν χ. δύ' ὀβολώ <span class="bibl">Luc.<span class="title">Lex.</span>2</span>. (On the exceptional accent cf. Ael. Dion.<span class="bibl"><span class="title">Fr.</span>322</span>, Hdn.Gr.<span class="bibl">2.951</span>.) | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br />sur <i>ou</i> vers la terre, à terre.<br />'''Étymologie:''' [[χαμαί]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χᾰμᾶζε''': ἐπίρρ., ([[χαμαὶ]]) εἰς τὸ [[ἔδαφος]], ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, χαμαί, κατὰ γῆς, Λατ. humi, συχν. παρ’ Ὁμ., ἐξ ὀχέων σὺν τεύχεσιν [[ἆλτο]] χ. Ἰλ. Γ. 29 κλπ.˙ ἀπὸ πύργου βαῖνε [[χαμᾶζε]] Φ. 529˙ [κεραυνὸν] ἧκε χ. Θ. 134, πρβλ. Ξ. 497, Υ. 461˙ χ. κάππεσεν Ο. 537˙ [[τόξον]] ... θῆκε χ. Ὀδ. Φ. 136, πρβλ. Χ. 340˙ - σπάνιον παρ’ Ἀττ., Εὐρ. Βάκχ. 633, Ἀριστοφ. Ἀχ. 341, 344˙ χ. πίπτειν ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 1012˙ ἀλλὰ συχν. παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, χ. κεκλιμένους Πλουτ. Σύλλ. 28˙ ἔχειν χ. δύ’ ὀβολὼ Λουκ. Λεξιφ. 2, κλπ. (Ὁ τονισμὸς [[χαμᾶζε]] ἰδιαιτέρως σημειοῦται ὡς ἐξαιρετικός, [[διότι]] αἱ ὅμοιαι λέξεις ἔραζε, [[θύραζε]], Ἀθήναζε [[εἶναι]] προπαροξ.˙ ἴδε Ἀρκάδ. 183, Αἰλ. Διονύσ. παρὰ Φαβωρίν. ἐν λ., Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. 46, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Γ. 29.). | |lstext='''χᾰμᾶζε''': ἐπίρρ., ([[χαμαὶ]]) εἰς τὸ [[ἔδαφος]], ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, χαμαί, κατὰ γῆς, Λατ. humi, συχν. παρ’ Ὁμ., ἐξ ὀχέων σὺν τεύχεσιν [[ἆλτο]] χ. Ἰλ. Γ. 29 κλπ.˙ ἀπὸ πύργου βαῖνε [[χαμᾶζε]] Φ. 529˙ [κεραυνὸν] ἧκε χ. Θ. 134, πρβλ. Ξ. 497, Υ. 461˙ χ. κάππεσεν Ο. 537˙ [[τόξον]] ... θῆκε χ. Ὀδ. Φ. 136, πρβλ. Χ. 340˙ - σπάνιον παρ’ Ἀττ., Εὐρ. Βάκχ. 633, Ἀριστοφ. Ἀχ. 341, 344˙ χ. πίπτειν ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 1012˙ ἀλλὰ συχν. παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, χ. κεκλιμένους Πλουτ. Σύλλ. 28˙ ἔχειν χ. δύ’ ὀβολὼ Λουκ. Λεξιφ. 2, κλπ. (Ὁ τονισμὸς [[χαμᾶζε]] ἰδιαιτέρως σημειοῦται ὡς ἐξαιρετικός, [[διότι]] αἱ ὅμοιαι λέξεις ἔραζε, [[θύραζε]], Ἀθήναζε [[εἶναι]] προπαροξ.˙ ἴδε Ἀρκάδ. 183, Αἰλ. Διονύσ. παρὰ Φαβωρίν. ἐν λ., Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. 46, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Γ. 29.). | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 11:00, 2 October 2022
English (LSJ)
Adv., (χαμαί) to the ground, on the ground, freq. in Hom., ἐξ ὀχέων σὺν τεύχεσιν ἆλτο χ. Il.3.29, al.; ἀπὸ πύργου βαῖνε χ. stepped to the ground, 21.529; [κεραυνὸν] ἧκε χ. 8.134, cf. 14.497, 20.461; χ. κάππεσεν 15.537; τόξον . . θῆκε χ. Od.21.136, cf.22.340: rare in Trag. and Com., E.Ba.633 (troch.), Ar.Ach.341, 344 (both troch.); μὴ πέσῃ χ. Id.V.1012 (lyr.); χ. προβαίνουσα Babr. 115.13; freq. in later Prose, χ. θυρεοῖς κεκλιμένοις Plu.Sull.28; ἔχειν χ. δύ' ὀβολώ Luc.Lex.2. (On the exceptional accent cf. Ael. Dion.Fr.322, Hdn.Gr.2.951.)
French (Bailly abrégé)
adv.
sur ou vers la terre, à terre.
Étymologie: χαμαί.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰμᾶζε: ἐπίρρ., (χαμαὶ) εἰς τὸ ἔδαφος, ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, χαμαί, κατὰ γῆς, Λατ. humi, συχν. παρ’ Ὁμ., ἐξ ὀχέων σὺν τεύχεσιν ἆλτο χ. Ἰλ. Γ. 29 κλπ.˙ ἀπὸ πύργου βαῖνε χαμᾶζε Φ. 529˙ [κεραυνὸν] ἧκε χ. Θ. 134, πρβλ. Ξ. 497, Υ. 461˙ χ. κάππεσεν Ο. 537˙ τόξον ... θῆκε χ. Ὀδ. Φ. 136, πρβλ. Χ. 340˙ - σπάνιον παρ’ Ἀττ., Εὐρ. Βάκχ. 633, Ἀριστοφ. Ἀχ. 341, 344˙ χ. πίπτειν ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 1012˙ ἀλλὰ συχν. παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, χ. κεκλιμένους Πλουτ. Σύλλ. 28˙ ἔχειν χ. δύ’ ὀβολὼ Λουκ. Λεξιφ. 2, κλπ. (Ὁ τονισμὸς χαμᾶζε ἰδιαιτέρως σημειοῦται ὡς ἐξαιρετικός, διότι αἱ ὅμοιαι λέξεις ἔραζε, θύραζε, Ἀθήναζε εἶναι προπαροξ.˙ ἴδε Ἀρκάδ. 183, Αἰλ. Διονύσ. παρὰ Φαβωρίν. ἐν λ., Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. 46, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Γ. 29.).
English (Autenrieth)
(χαμαί): to the ground, down; to or into the earth, Il. 8.134, Od. 21.136.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. (επικ. τ.) χαμάδις, χαμαί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμαί + επιρρμ. κατάλ. -ζε κατά τα Ἀθήν-ᾱζε, θύρ-ᾱζε].
Greek Monotonic
χᾰμᾶζε: επίρρ. (χαμαί), στο έδαφος, πάνω στο έδαφος, Λατ. humi, σε Όμηρ., Ευρ., Αριστοφ.
Middle Liddell
χαμαί
to the ground, on the ground, Lat. humi, Hom., Eur., Ar.