ἀδελφοκτόνος: Difference between revisions
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0032.png Seite 32]] ὁ, Bruder-, Schwestermörder, Piut. de virt. mul. (Aretaphil. p. 294). | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0032.png Seite 32]] ὁ, Bruder-, Schwestermörder, Piut. de virt. mul. (Aretaphil. p. 294). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />meurtrier d'un frère, d'une sœur.<br />'''Étymologie:''' [[ἀδελφός]], [[κτείνω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀδελφοκτόνος''': -ον, ὁ φονεύων ἀδελφὸν ἢ ἀδελφήν. Ἡρόδ. 3. 65. (κατ’ Ἰωνικὸν τύπον ἀδελφεοκτ.), Πλούτ. 2. 256. F: ― [[ἐντεῦθεν]] ἀδελφοκτονέω· εἶμαι φονεὺς ἀδελφοῦ ἢ ἀδελφῆς, Ἰωσήπ. Ἰ. Π. 2. 11, 4· καὶ ἀδελφοκτονία, ἡ, [[φόνος]] μεταξὺ ἀδελφῶν, ὁ αὐτ. 1. 31. 2. | |lstext='''ἀδελφοκτόνος''': -ον, ὁ φονεύων ἀδελφὸν ἢ ἀδελφήν. Ἡρόδ. 3. 65. (κατ’ Ἰωνικὸν τύπον ἀδελφεοκτ.), Πλούτ. 2. 256. F: ― [[ἐντεῦθεν]] ἀδελφοκτονέω· εἶμαι φονεὺς ἀδελφοῦ ἢ ἀδελφῆς, Ἰωσήπ. Ἰ. Π. 2. 11, 4· καὶ ἀδελφοκτονία, ἡ, [[φόνος]] μεταξὺ ἀδελφῶν, ὁ αὐτ. 1. 31. 2. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 11:30, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, murdering a brother or sister, Hdt.3.65 (in Ion. form ἀδελφεοκτ-), Nic.Dam.p.142 D., Plu 2.256f, Ph.1.148.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): jón. ἀδελφεο-
fratricida Hdt.3.65, Nic.Dam.136.7, Plu.2.256f, Ph.1.148, Them.Or.6.72d, Pall.V.Chrys.11.67.
German (Pape)
[Seite 32] ὁ, Bruder-, Schwestermörder, Piut. de virt. mul. (Aretaphil. p. 294).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
meurtrier d'un frère, d'une sœur.
Étymologie: ἀδελφός, κτείνω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδελφοκτόνος: -ον, ὁ φονεύων ἀδελφὸν ἢ ἀδελφήν. Ἡρόδ. 3. 65. (κατ’ Ἰωνικὸν τύπον ἀδελφεοκτ.), Πλούτ. 2. 256. F: ― ἐντεῦθεν ἀδελφοκτονέω· εἶμαι φονεὺς ἀδελφοῦ ἢ ἀδελφῆς, Ἰωσήπ. Ἰ. Π. 2. 11, 4· καὶ ἀδελφοκτονία, ἡ, φόνος μεταξὺ ἀδελφῶν, ὁ αὐτ. 1. 31. 2.
Greek Monotonic
ἀδελφοκτόνος: -ον (κτείνω), δολοφόνος αδερφού ή αδερφής, σε Ηρόδ. (απαντά στον Ιων. τύπο ἀδελφεοκτόνος), σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀδελφοκτόνος: ὁ братоубийца Plut.
Middle Liddell
κτείνω
murdering a brother or sister, Hdt. (in ionic form ἀδελφεοκτ-), Plut.