ἀλιπαρής: Difference between revisions
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0097.png Seite 97]] [[θρίξ]] Soph. El. 443, zw., nicht glänzend (Hesych. αὐχμηρά), nicht so wie es sich für den Betenden paßt, geschmückt. Br. u. Erf. haben die sich schon in den Schol. findende Lesart λυπαρής aufgenommen. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0097.png Seite 97]] [[θρίξ]] Soph. El. 443, zw., nicht glänzend (Hesych. αὐχμηρά), nicht so wie es sich für den Betenden paßt, geschmückt. Br. u. Erf. haben die sich schon in den Schol. findende Lesart λυπαρής aufgenommen. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />non oint, non brillant de parfums ; sans parure.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[λιπαρός]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀλῑπᾰρής''': -ές, [[ἀκατάλληλος]], [[ἀνάρμοστος]] εἰς ἱκετεύοντα· ἀλ. [[θρίξ]] (ἴσ. καὶ λογοπαίγνιον ἐπὶ τῆς λέξ. [[λιπαρός]]), οὐχὶ λιπαρὰ καὶ κεκαλλωπισμένη [[κόμη]], Σοφ. Ἠλ. 451. Ἴδε σημ. Jebb. | |lstext='''ἀλῑπᾰρής''': -ές, [[ἀκατάλληλος]], [[ἀνάρμοστος]] εἰς ἱκετεύοντα· ἀλ. [[θρίξ]] (ἴσ. καὶ λογοπαίγνιον ἐπὶ τῆς λέξ. [[λιπαρός]]), οὐχὶ λιπαρὰ καὶ κεκαλλωπισμένη [[κόμη]], Σοφ. Ἠλ. 451. Ἴδε σημ. Jebb. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 12:10, 2 October 2022
English (LSJ)
ές, not fit for a suppliant, ἀ. θρίξ dub. l. in S.El.451; expl. by Sch. as αὐχμηρά, from ἀ- priv., λιπαρός.
Spanish (DGE)
-ές
magro στυγνὸν καὶ ἀλιπαρὲς ἐφόδιον ἔχουσα Cyr.Al.M.69.136C, ἀλιπαρῆ· αὐχμηρά Hsch.
German (Pape)
[Seite 97] θρίξ Soph. El. 443, zw., nicht glänzend (Hesych. αὐχμηρά), nicht so wie es sich für den Betenden paßt, geschmückt. Br. u. Erf. haben die sich schon in den Schol. findende Lesart λυπαρής aufgenommen.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
non oint, non brillant de parfums ; sans parure.
Étymologie: ἀ, λιπαρός.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλῑπᾰρής: -ές, ἀκατάλληλος, ἀνάρμοστος εἰς ἱκετεύοντα· ἀλ. θρίξ (ἴσ. καὶ λογοπαίγνιον ἐπὶ τῆς λέξ. λιπαρός), οὐχὶ λιπαρὰ καὶ κεκαλλωπισμένη κόμη, Σοφ. Ἠλ. 451. Ἴδε σημ. Jebb.
Greek Monolingual
ἀλιπαρής, -ές (Α)
ακατάλληλος, ανάρμοστος σε ικέτη (άλλοι το «τὴν δ’ ἀλιπαρῆ τρίχα», Σοφ. Ηλ. 451, ερμηνεύουν απεριποίητη, ακαλλώπιστη κόμη).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + λιπαρός «στιλπνός, λείος, λαμπρός, κομψός»].
Greek Monotonic
ἀλῑπᾰρής: -ές, ακατάλληλος, ανάρμοστος για ικέτη, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀλῑπᾰρής: без блеска, т. е. неубранный, неукрашенный (θρίξ Soph.).
Middle Liddell
not fit for a suppliant, Soph.