Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀναστολή: Difference between revisions

From LSJ

Τῶν εὐτυχούντων πάντες εἰσὶ συγγενεῖς → Felicium se quisque cognatum vocat → Ein jeder wähnt sich mit den Glücklichen verwandt

Menander, Monostichoi, 510
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0209.png Seite 209]] ἡ, das Zurückwerfen, [[κόμης]] Plut. Pomp. 2.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0209.png Seite 209]] ἡ, das Zurückwerfen, [[κόμης]] Plut. Pomp. 2.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />action de relever (sa chevelure).<br />'''Étymologie:''' [[ἀναστέλλω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναστολή''': ἡ, ([[ἀναστέλλω]]) τὸ ἀναστέλλειν, ῥίπτειν πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], Πλουτ. Πομπ. 2: ‒ πρβλ. Βιγκελμ. 5. 5, 11. 2) ἡ [[ἀπογύμνωσις]] ἕλκους διὰ τῆς ἀνελκύσεως τῆς σαρκός, Ἰατρ. 3) [[καταστολή]], [[περιορισμός]], παθῶν Κλήμ. Ἀλ. 507.
|lstext='''ἀναστολή''': ἡ, ([[ἀναστέλλω]]) τὸ ἀναστέλλειν, ῥίπτειν πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], Πλουτ. Πομπ. 2: ‒ πρβλ. Βιγκελμ. 5. 5, 11. 2) ἡ [[ἀπογύμνωσις]] ἕλκους διὰ τῆς ἀνελκύσεως τῆς σαρκός, Ἰατρ. 3) [[καταστολή]], [[περιορισμός]], παθῶν Κλήμ. Ἀλ. 507.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />action de relever (sa chevelure).<br />'''Étymologie:''' [[ἀναστέλλω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 12:20, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναστολή Medium diacritics: ἀναστολή Low diacritics: αναστολή Capitals: ΑΝΑΣΤΟΛΗ
Transliteration A: anastolḗ Transliteration B: anastolē Transliteration C: anastoli Beta Code: a)nastolh/

English (LSJ)

ἡ, A putting back, τῆς κόμης Plu.Pomp.2. 2 opening up of a fistula, Heliod. ap. Orib.44.23.60.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
1 vestidura de ángeles, Eus.M.24.605B.
2 apertura, operación de una fístula, Heliod. en Orib.44.20.60.
3 acción de echar atrás ἦν δέ τις καὶ ἀ. τῆς κόμης ἀτρέμα tenía el pelo ligeramente recogido hacia atrás Plu.Pomp.2
represión, sujeción τῆς εὐεπιφορίας τῶν παθῶν Clem.Al.Strom.2.23.147, cf. Eus.PE 6.6.18.

German (Pape)

[Seite 209] ἡ, das Zurückwerfen, κόμης Plut. Pomp. 2.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
action de relever (sa chevelure).
Étymologie: ἀναστέλλω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναστολή: ἡ, (ἀναστέλλω) τὸ ἀναστέλλειν, ῥίπτειν πρὸς τὰ ὀπίσω, Πλουτ. Πομπ. 2: ‒ πρβλ. Βιγκελμ. 5. 5, 11. 2) ἡ ἀπογύμνωσις ἕλκους διὰ τῆς ἀνελκύσεως τῆς σαρκός, Ἰατρ. 3) καταστολή, περιορισμός, παθῶν Κλήμ. Ἀλ. 507.

Greek Monolingual

η (Α ἀναστολή) αναστέλλω
νεοελλ.
1. δισταγμός, συγκράτηση
2. διακοπή, σταμάτημα
3. αναβολή, παράταση προθεσμίας
αρχ.
1. έλξη προς τα πίσω
2. περιορισμός, αναχαίτιση.

Greek Monotonic

ἀναστολή: ἡ (ἀναστέλλω), ρίξιμο προς τα πίσω, τῆς κόμης, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀναστολή:откидывание назад (τῆς κόμης Plut.).

Middle Liddell

ἀναστέλλω
a putting back, τῆς κόμης Plut.