ἀνθοσμίας: Difference between revisions

From LSJ

ὥστεβίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0233.png Seite 233]] ὁ, Blumen duftend, λειμῶνες Luc.; gew. [[οἶνος]], Ar. Plut. 807 Ran. 1150; vgl. Phereer. Ath. VI, 268 e (V. 30); Alcman. ἄνθεος ὄσδων [[οἶνος]] Ath. I, 31 c, nicht bloß alter, lieblich duftender Wein, sondern auch künstlich bereiteter; vgl. Ath. I, 32 a; ohne [[οἶνος]], Xen. Hell. 6, 2, 6; Luc. Ep. Saturn. 22.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0233.png Seite 233]] ὁ, Blumen duftend, λειμῶνες Luc.; gew. [[οἶνος]], Ar. Plut. 807 Ran. 1150; vgl. Phereer. Ath. VI, 268 e (V. 30); Alcman. ἄνθεος ὄσδων [[οἶνος]] Ath. I, 31 c, nicht bloß alter, lieblich duftender Wein, sondern auch künstlich bereiteter; vgl. Ath. I, 32 a; ohne [[οἶνος]], Xen. Hell. 6, 2, 6; Luc. Ep. Saturn. 22.
}}
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />qui exhale une odeur de fleurs ; [[ἀνθοσμίας]] [[οἶνος]] AR <i>ou abs.</i> [[ἀνθοσμίας]] XÉN vin au bouquet agréable.<br />'''Étymologie:''' [[ἄνθος]], [[ὀσμή]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνθοσμίας''': -ου, ὁ, (ὀσμὴ) ὁ [[πλήρης]] εὐωδίας ἀνθέων, σχεδὸν [[πάντοτε]] ἐπὶ οἴνου· [[οἶνος]] [[ἀνθοσμίας]] Ἀριστ. Πλ. 807 ([[ἔνθα]] ἴδε ἑρμηνευτ.), Βάτρ. 1150· πλήρεις κύλικας οἴνου μέλανος ἀνθοσμίου Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσιν» 1. 30· [[ὡσαύτως]] [[ἀνθοσμίας]] (ἐξυπακουομένου τοῦ [[οἶνος]]) Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 6, Λουκ. Κρον. 22: - Ἐν Λουκ. Λεξιφ. 2, ἀνθ. λειμῶνες [[εἶναι]] σχολαστικὴ [[φράσις]]. - Ὁ Σχολ. Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. ἔχει καὶ τὸν τύπον ἀνθόσμιος, ον.
|lstext='''ἀνθοσμίας''': -ου, ὁ, (ὀσμὴ) ὁ [[πλήρης]] εὐωδίας ἀνθέων, σχεδὸν [[πάντοτε]] ἐπὶ οἴνου· [[οἶνος]] [[ἀνθοσμίας]] Ἀριστ. Πλ. 807 ([[ἔνθα]] ἴδε ἑρμηνευτ.), Βάτρ. 1150· πλήρεις κύλικας οἴνου μέλανος ἀνθοσμίου Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσιν» 1. 30· [[ὡσαύτως]] [[ἀνθοσμίας]] (ἐξυπακουομένου τοῦ [[οἶνος]]) Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 6, Λουκ. Κρον. 22: - Ἐν Λουκ. Λεξιφ. 2, ἀνθ. λειμῶνες [[εἶναι]] σχολαστικὴ [[φράσις]]. - Ὁ Σχολ. Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. ἔχει καὶ τὸν τύπον ἀνθόσμιος, ον.
}}
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />qui exhale une odeur de fleurs ; [[ἀνθοσμίας]] [[οἶνος]] AR <i>ou abs.</i> [[ἀνθοσμίας]] XÉN vin au bouquet agréable.<br />'''Étymologie:''' [[ἄνθος]], [[ὀσμή]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 12:20, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθοσμίας Medium diacritics: ἀνθοσμίας Low diacritics: ανθοσμίας Capitals: ΑΝΘΟΣΜΙΑΣ
Transliteration A: anthosmías Transliteration B: anthosmias Transliteration C: anthosmias Beta Code: a)nqosmi/as

English (LSJ)

ου, ὁ, redolent of flowers, almost always of wine, οἶνος ἀ. with a fine bouquet, Hp.Steril.235, Ar.Pl.807, Ra.1150, Pherecr. 108.30; also . (sc. οἶνος) X.HG6.2.6, Luc.Sat.22:—in Id.Lex.2 ἀ. λειμῶνες, as a pedantic phrase:—also ἀνθόσμ-ιος, ον, Sch.Ar.Ra.1150.

Spanish (DGE)

-ου
• Alolema(s): ἀνθόσμιος, -ον Sch.Ar.Ra.1150
que huele a flores esp. del vino οἶνος ἀ. Hp.Steril.235, Ar.Ra.1150, Pl.807, Pherecr.108.30, Longus 4.10
en gener. λειμῶνες Luc.Lex.2
subst. vino oloroso X.HG 6.2.6, Plu.2.663d, Luc.Ep.Sat.22, cf. ἀνθοσμίας· ὁ ἀνθέων ὀσμὴν ἔχων οἶνος Et.Gen.883.

German (Pape)

[Seite 233] ὁ, Blumen duftend, λειμῶνες Luc.; gew. οἶνος, Ar. Plut. 807 Ran. 1150; vgl. Phereer. Ath. VI, 268 e (V. 30); Alcman. ἄνθεος ὄσδων οἶνος Ath. I, 31 c, nicht bloß alter, lieblich duftender Wein, sondern auch künstlich bereiteter; vgl. Ath. I, 32 a; ohne οἶνος, Xen. Hell. 6, 2, 6; Luc. Ep. Saturn. 22.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui exhale une odeur de fleurs ; ἀνθοσμίας οἶνος AR ou abs. ἀνθοσμίας XÉN vin au bouquet agréable.
Étymologie: ἄνθος, ὀσμή.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθοσμίας: -ου, ὁ, (ὀσμὴ) ὁ πλήρης εὐωδίας ἀνθέων, σχεδὸν πάντοτε ἐπὶ οἴνου· οἶνος ἀνθοσμίας Ἀριστ. Πλ. 807 (ἔνθα ἴδε ἑρμηνευτ.), Βάτρ. 1150· πλήρεις κύλικας οἴνου μέλανος ἀνθοσμίου Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσιν» 1. 30· ὡσαύτως ἀνθοσμίας (ἐξυπακουομένου τοῦ οἶνος) Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 6, Λουκ. Κρον. 22: - Ἐν Λουκ. Λεξιφ. 2, ἀνθ. λειμῶνες εἶναι σχολαστικὴ φράσις. - Ὁ Σχολ. Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. ἔχει καὶ τὸν τύπον ἀνθόσμιος, ον.

Greek Monolingual

ἀνθοσμίας, ο (Α)
1. αυτός που ευωδιάζει σαν λουλούδι
2. (για το κρασί) μοσχάτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνθος + οσμή].

Greek Monotonic

ἀνθοσμίας: -ου, ὁ (ἄνθος, ὀσμή), αρωματικός, εύοσμος από λουλούδια, λέγεται για το κρασί, οἶνος ἀνθ., με ένα όμορφο «μπουκέτο», σε Αριστοφ.· ομοίως, ἀνθοσμίας μόνο του, σε Ξεν., Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνθοσμίας: ου adj. m благоухающий цветами, душистый (λειμῶνες Luc.; οἶνος Arph., Xen., Plut., Luc.).

Middle Liddell

ἄνθος, ὀσμή
redolent of flowers, of wine, οἶνος ἀνθ. with a fine "bouquet", Ar.; so ἀνθοσμίας alone, Xen., Luc.