ἀντεκκόπτω: Difference between revisions

From LSJ

Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0245.png Seite 245]] dagegen, zur Vergeltung, ausschlagen, ὀφθαλμόν Dem. 24, 140; D. Sic. 12, 17.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0245.png Seite 245]] dagegen, zur Vergeltung, ausschlagen, ὀφθαλμόν Dem. 24, 140; D. Sic. 12, 17.
}}
{{bailly
|btext=mutiler à son tour <i>ou</i> en retour.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[ἐκκόπτω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀντεκκόπτω''': [[ἀντεκκόπτω]] καὶ ἐγὼ πρὸς ἐκδίκησιν, ἀντεκβάλλω, ὄντος νόμου, ἐάν τις ὀφθαλμόν ἐκκόψῃ, ἀντεκκόψαι [[παρασχεῖν]] τὸν [[ἑαυτοῦ]] Δημ. 744. 13, Ἀριστ. Μεγ. Ἠθ. 1, 34, 15.
|lstext='''ἀντεκκόπτω''': [[ἀντεκκόπτω]] καὶ ἐγὼ πρὸς ἐκδίκησιν, ἀντεκβάλλω, ὄντος νόμου, ἐάν τις ὀφθαλμόν ἐκκόψῃ, ἀντεκκόψαι [[παρασχεῖν]] τὸν [[ἑαυτοῦ]] Δημ. 744. 13, Ἀριστ. Μεγ. Ἠθ. 1, 34, 15.
}}
{{bailly
|btext=mutiler à son tour <i>ou</i> en retour.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[ἐκκόπτω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:10, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντεκκόπτω Medium diacritics: ἀντεκκόπτω Low diacritics: αντεκκόπτω Capitals: ΑΝΤΕΚΚΟΠΤΩ
Transliteration A: antekkóptō Transliteration B: antekkoptō Transliteration C: antekkopto Beta Code: a)ntekko/ptw

English (LSJ)

knock out in return, ὀφθαλμόν D 24.140; εἴ τις τὸν ὀφθαλμὸν ἐξέκοψέ τινος, ἀντεκκοπῆναι Arist.MM1194a38, cf. D.S.12.17.

Spanish (DGE)

hacer salir a golpes a su vez, sacar a su vez, ἐάν τις ὀφθαλμὸν ἐκκόψῃ, ἀντεκκόψαι παρασχεῖν τὸν ἑαυτοῦ D.24.140, οὐ γὰρ δίκαιον, εἴ τις τὸν ὀφθαλμὸν ἐξέκοψεν τινός, ἀντεκκοπῆναι Arist.MM 1194a38, νόμου γὰρ ὄντος, ἐάν τίς τινος ὀφθαλμὸν ἐκκόψῃ, ἀντεκκόπτεσθαι τὸν ἐκείνου D.S.12.17.

German (Pape)

[Seite 245] dagegen, zur Vergeltung, ausschlagen, ὀφθαλμόν Dem. 24, 140; D. Sic. 12, 17.

French (Bailly abrégé)

mutiler à son tour ou en retour.
Étymologie: ἀντί, ἐκκόπτω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντεκκόπτω: ἀντεκκόπτω καὶ ἐγὼ πρὸς ἐκδίκησιν, ἀντεκβάλλω, ὄντος νόμου, ἐάν τις ὀφθαλμόν ἐκκόψῃ, ἀντεκκόψαι παρασχεῖν τὸν ἑαυτοῦ Δημ. 744. 13, Ἀριστ. Μεγ. Ἠθ. 1, 34, 15.

Greek Monolingual

ἀντεκκόπτω (Α)
«ἀντεκκόπτω ὀφθαλμόν» — βγάζω για τιμωρία το μάτι κάποιου που έκανε το ίδιο σε κάποιον άλλο.

Greek Monotonic

ἀντεκκόπτω: μέλ. -ψω, αντεκβάλλω, εξωθώ ως ανταπόδοση, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντεκκόπτω: выбивать взаимно или в виде возмездия (ὀφθαλμόν Arst., Dem., Diod.).

Middle Liddell

to knock out in return, Dem.