ἀποτοξεύω: Difference between revisions
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0332.png Seite 332]] Pfeile abschießen (von einem höheren Orte herab), Luc. Prom. 2; [[τόξευμα]] Alcidam. Od. 669, 9; τινὰ συλλογισμῷ, nach Einem, Vit. auct. 24; wie Pfeile abschießen, ῥηματίσκια Plat. Theaet. 180 a. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0332.png Seite 332]] Pfeile abschießen (von einem höheren Orte herab), Luc. Prom. 2; [[τόξευμα]] Alcidam. Od. 669, 9; τινὰ συλλογισμῷ, nach Einem, Vit. auct. 24; wie Pfeile abschießen, ῥηματίσκια Plat. Theaet. 180 a. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=frapper d'une flèche.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[τοξεύω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποτοξεύω''': [[ῥίπτω]] βέλη, ἀπὸ δένδρων Δίων Κ. 37. 2· παθ. πρκμ. μετὰ μέσ. σημασ., Λουκ. Προμ. 2: ― μεταφ., [[ἐξακοντίζω]] τι ὡς [[βέλος]], ῥηματίσκια Πλάτ. Θεαίτ. 180Α. ΙΙ. [[ῥίπτω]] [[βέλος]] κατὰ τινος, μεταφ., [[ἐμβάλλω]] εἰς ἀπορίαν, ὅρα μή σε ἀποτοξεύσω τῷ ἀναποδείκτῳ συλλογισμῷ Λουκ. Βίων Πρᾶσ. 24· [[ἔνθα]] ὁ Κόβητος V. LL. 238 προτείνει τὴν γραφὴν κατατ-. | |lstext='''ἀποτοξεύω''': [[ῥίπτω]] βέλη, ἀπὸ δένδρων Δίων Κ. 37. 2· παθ. πρκμ. μετὰ μέσ. σημασ., Λουκ. Προμ. 2: ― μεταφ., [[ἐξακοντίζω]] τι ὡς [[βέλος]], ῥηματίσκια Πλάτ. Θεαίτ. 180Α. ΙΙ. [[ῥίπτω]] [[βέλος]] κατὰ τινος, μεταφ., [[ἐμβάλλω]] εἰς ἀπορίαν, ὅρα μή σε ἀποτοξεύσω τῷ ἀναποδείκτῳ συλλογισμῷ Λουκ. Βίων Πρᾶσ. 24· [[ἔνθα]] ὁ Κόβητος V. LL. 238 προτείνει τὴν γραφὴν κατατ-. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 13:30, 2 October 2022
English (LSJ)
A shoot off arrows, ἀπὸ δένδρων D.C.37.2: metaph., shoot off like an arrow, ῥηματίσκια Pl.Tht. 180a, cf. Luc.Rh.Pr.17:—Pass., Id.Prom.Es2. 2 shoot a person, τινά τινι Id.Vit.Auct.24 (codd., κατατοξ- Cobet). II keep off by shooting, λοιμόν Id.Alex.36.
Spanish (DGE)
I 1disparar, lanzar flechas ἀπὸ δένδρων D.C.37.2.5.
2 lanzar como flechas, de un relámpago en v. pas. οὐρανόθεν πῦρ ἀπ[οτ] οξευόμ[ε] νον Erot.Fr.Pap.Herp.48
•fig. asaetar ref. a palabras ὥσπερ ἐκ φαρέτρας ῥηματίσκια ... ἀνασπῶντες ἀποτοξεύουσι Pl.Tht.180a, cf. Luc.Rh.Pr.17, c. dat. instrum. ὅρα μή σε ἀποτοξεύσω τῷ ... συλλογισμῷ Luc.Vit.Auct.24, tb. en v. med. εὐστόχως ἀποτετόξευται καὶ ἐς τὴν Ἀττικὴν δριμύτητα Luc.Prom.Es.2.
II apartar con sus flechas λοιμόν Luc.Alex.36.
German (Pape)
[Seite 332] Pfeile abschießen (von einem höheren Orte herab), Luc. Prom. 2; τόξευμα Alcidam. Od. 669, 9; τινὰ συλλογισμῷ, nach Einem, Vit. auct. 24; wie Pfeile abschießen, ῥηματίσκια Plat. Theaet. 180 a.
French (Bailly abrégé)
frapper d'une flèche.
Étymologie: ἀπό, τοξεύω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποτοξεύω: ῥίπτω βέλη, ἀπὸ δένδρων Δίων Κ. 37. 2· παθ. πρκμ. μετὰ μέσ. σημασ., Λουκ. Προμ. 2: ― μεταφ., ἐξακοντίζω τι ὡς βέλος, ῥηματίσκια Πλάτ. Θεαίτ. 180Α. ΙΙ. ῥίπτω βέλος κατὰ τινος, μεταφ., ἐμβάλλω εἰς ἀπορίαν, ὅρα μή σε ἀποτοξεύσω τῷ ἀναποδείκτῳ συλλογισμῷ Λουκ. Βίων Πρᾶσ. 24· ἔνθα ὁ Κόβητος V. LL. 238 προτείνει τὴν γραφὴν κατατ-.
Greek Monolingual
ἀποτοξεύω (Α)
1. ρίχνω, εξακοντίζω βέλη
2. εξακοντίζω κάτι σαν βέλος και κάνω τον συνομιλητή μου να τα χάσει.
Greek Monotonic
ἀποτοξεύω: μέλ. -σω·
I. εκτοξεύω βέλη, σε Λουκ.
II. ρίχνω βέλος εναντίον κάποιου· μεταφ., εμβάλλω απορία σε κάποιον, τινά τινι, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποτοξεύω:
1) досл. стрелять из лука, перен. ἀ. ῥηματίσκια Plat. метко поражать словами;
2) тж. med. поражать (словно) стрелами (τινά τινι Luc.).
Middle Liddell
I. to shoot off arrows, Luc.
II. to shoot a person, τινά τινι Luc.