ἀπραγία: Difference between revisions
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0337.png Seite 337]] ἡ, Geschäftslosigkeit, Unthätigkeit, στρατοπέδων Pol 3, 103; Plut. Fab. Max. 1; LXX. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0337.png Seite 337]] ἡ, Geschäftslosigkeit, Unthätigkeit, στρατοπέδων Pol 3, 103; Plut. Fab. Max. 1; LXX. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />inaction, inertie.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[πράττω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπρᾱγία''': ἡ, τὸ μὴ πράττειν τι, διατελεῖν ἐν ἀργίᾳ, ἀπραξίᾳ, Πολύβ. 3. 103, 2· [[ἔλλειψις]] ἐνεργείας, τὴν δοκοῦσαν ἀπραγίαν Πλουτ. Φάβ. 1. | |lstext='''ἀπρᾱγία''': ἡ, τὸ μὴ πράττειν τι, διατελεῖν ἐν ἀργίᾳ, ἀπραξίᾳ, Πολύβ. 3. 103, 2· [[ἔλλειψις]] ἐνεργείας, τὴν δοκοῦσαν ἀπραγίαν Πλουτ. Φάβ. 1. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 14:00, 2 October 2022
English (LSJ)
ἡ, inaction, Plb.3.103.2; want of energy, Plu.Fab. 1 (so in physical sense, Aret.SD2.7); unemployment, Vett. Val.189.8.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): -ίη Aret.SD 2.7
1 inactividad τῶν στρατοπέδων Plb.3.103.2, διὰ τὴν ἀπραγίαν εἰρηνικὸς εἶναι D.S.16.5, por falta de empleo, Vett.Val.177.25, cf. Ptol.Tetr.4.10.15.
2 tranquilidad, impasibilidad de pers. τοῖς πολλοῖς ἀπάθειαν μὲν οὖσαν τὴν δοκοῦσαν ἀπραγίαν para muchos era inercia su aparente impasibilidad Plu.Fab.1
•tb. en sent. fís., en las digestiones, Aret.l.c.
3 indiferencia, desinterés, pasividad περὶ τῶν εἰδῶν, ὧν δέδωκ[άς μ] οι πωλῆσαι, μεγάλη ἐστὶν ἀ. sobre los objetos, que me diste para vender, hay un gran desinterés, PIand.100.9 (IV d.C.).
4 futilidad, vacuidad ὁ δὲ ἐπισπεύδων εἰς ἀπραγίαν Sm.Pr.12.11, cf. 28.19.
German (Pape)
[Seite 337] ἡ, Geschäftslosigkeit, Unthätigkeit, στρατοπέδων Pol 3, 103; Plut. Fab. Max. 1; LXX.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
inaction, inertie.
Étymologie: ἀ, πράττω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπρᾱγία: ἡ, τὸ μὴ πράττειν τι, διατελεῖν ἐν ἀργίᾳ, ἀπραξίᾳ, Πολύβ. 3. 103, 2· ἔλλειψις ἐνεργείας, τὴν δοκοῦσαν ἀπραγίαν Πλουτ. Φάβ. 1.
Greek Monolingual
κ. απραγιά, η (AM ἀπραγία) άπραγος
νεοελλ.
έλλειψη πείρας, αδεξιότητα
αρχ.-μσν.
1. έλλειψη ασχολίας ή εργασίας
2. έλλειψη ενεργητικότητας, αδράνεια.
Greek Monotonic
ἀπρᾱγία: ἡ (πράσσω), αδράνεια, έλλειψη ενέργειας ή δραστηριότητας, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπρᾱγία: ἡ бездеятельность, бездействие, праздность Polyb., Plut.