ἀχαράκωτος: Difference between revisions
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0417.png Seite 417]] nicht verpallisadirt, unbefestigt, Pol. 10, 11; Plut. Mar. 20. – Adv. -κώτως, App. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0417.png Seite 417]] nicht verpallisadirt, unbefestigt, Pol. 10, 11; Plut. Mar. 20. – Adv. -κώτως, App. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />non garni de palissades.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[χαρακόω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀχᾰράκωτος''': -ον, ὁ μὴ κεχαρακωμένος, ὁ [[ἄνευ]] χαρακωμάτων, Πολύβ. 10. 11, 2, Πλουτ. Μάρ. 20. ― Ἐπίρρ. -τως Ἀππιαν. Ἐμφ. 3. 70. | |lstext='''ἀχᾰράκωτος''': -ον, ὁ μὴ κεχαρακωμένος, ὁ [[ἄνευ]] χαρακωμάτων, Πολύβ. 10. 11, 2, Πλουτ. Μάρ. 20. ― Ἐπίρρ. -τως Ἀππιαν. Ἐμφ. 3. 70. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 14:00, 2 October 2022
English (LSJ)
[ρᾰ], ον, not palisaded, Plb.10.11.2, Plu.Mar.20: metaph., defenceless, friendless, Philostr.VA5.35. Adv. -τως, αὐλίσασθαι App.BC3.70.
Spanish (DGE)
-ον
1 no protegido por empalizada τόπος Plb.10.11.2, cf. Plu.Mar.20
•fig. desprotegido de pers., Philostr.VA 5.35.
2 adv. -ως sin protegerse con empalizada ηὐλίσατο ἐν κώπῃ παρὰ τὸ πεδίον ἀ. App.BC 3.70.
German (Pape)
[Seite 417] nicht verpallisadirt, unbefestigt, Pol. 10, 11; Plut. Mar. 20. – Adv. -κώτως, App.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non garni de palissades.
Étymologie: ἀ, χαρακόω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀχᾰράκωτος: -ον, ὁ μὴ κεχαρακωμένος, ὁ ἄνευ χαρακωμάτων, Πολύβ. 10. 11, 2, Πλουτ. Μάρ. 20. ― Ἐπίρρ. -τως Ἀππιαν. Ἐμφ. 3. 70.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀχαράκωτος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που δεν τον έχει χαρακώσει κανείς, που δεν τον έχει χαράξει με χάρακα
2. (για αμπέλι) εκείνο στο οποίο δεν έχουν κάνει χαράκωμα, δεν έχουν χαρακώσει το στέλεχος, το κούρβουλο (για να κάνει μεγάλες ρόγες)
3. ο αχάρακτος, όποιος δεν έχει χαραχτεί με αιχμηρό εργαλείο
αρχ.
1. άφραχτος, ανοχύρωτος
2. χωρίς φίλους, απροστάτευτος.
Greek Monotonic
ἀχᾰράκωτος: -ον (χαρακόω), μη περιφραγμένος, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀχᾰράκωτος: не обнесенный частоколом, неукрепленный (ἤπειρος Polyb.; στρατόπεδον Plut.).
Middle Liddell
χαρακόω
not palisaded, Plut.