ἄατος: Difference between revisions
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0001.png Seite 1]] (ἄω), unersättlich, πολέμοιο Hes. Th. 714, vgl. [[ἆτος]]; – [[ἄατος]] [[ὕβρις]] Ap. Rh. 1, 452, schädlich, ist wohl ἀατός zu schreiben; aber [[θάρσος]] ἄατον bei Qu. Hm. 1, 217 steht für ἄητον. Vgl. Buttm. Lexil. 1, 229 ff. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0001.png Seite 1]] (ἄω), unersättlich, πολέμοιο Hes. Th. 714, vgl. [[ἆτος]]; – [[ἄατος]] [[ὕβρις]] Ap. Rh. 1, 452, schädlich, ist wohl ἀατός zu schreiben; aber [[θάρσος]] ἄατον bei Qu. Hm. 1, 217 steht für ἄητον. Vgl. Buttm. Lexil. 1, 229 ff. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>p. contr.</i> [[ἆτος]];<br />ος, ον :<br />insatiable de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἄω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄᾰτος''': συνηρ. ἆτος, ον· (ἄω, ἆσαι) [[ἀκόρεστος]], μετὰ γεν. [[ἄατος]] πολέμοιο Ἡσ. Θεογ. 714. Ἄρης ἆτος πολέμοιο Ἰλ. Ε, 388, μάχης ἆτόν περ ἐόντα Χ, 218. Πρβλ. Βουττμ. Λεξιλ. ἐν λέξ.: - ἀπολ., [[ἄατος]] [[ὕβρις]], Ἀπ. Ροδ. 1. 459. [Ἡ πρώτη συλλ. ἐν τῷ [[ἄατος]] [[εἶναι]] βραχεῖα παρ’ Ἡσυχ., ἀλλὰ μακρὰ παρ’ Ἀπ. Ροδ.] | |lstext='''ἄᾰτος''': συνηρ. ἆτος, ον· (ἄω, ἆσαι) [[ἀκόρεστος]], μετὰ γεν. [[ἄατος]] πολέμοιο Ἡσ. Θεογ. 714. Ἄρης ἆτος πολέμοιο Ἰλ. Ε, 388, μάχης ἆτόν περ ἐόντα Χ, 218. Πρβλ. Βουττμ. Λεξιλ. ἐν λέξ.: - ἀπολ., [[ἄατος]] [[ὕβρις]], Ἀπ. Ροδ. 1. 459. [Ἡ πρώτη συλλ. ἐν τῷ [[ἄατος]] [[εἶναι]] βραχεῖα παρ’ Ἡσυχ., ἀλλὰ μακρὰ παρ’ Ἀπ. Ροδ.] | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 14:10, 2 October 2022
English (LSJ)
contr. ἆτος, ον, (ἄω) A insatiate, c. gen., ἄατος πολέμοιο Hes. Th.714; Ἄρης ἆτος πολέμοιο Il.5.388; μάχης ἆτόν περ ἐόντα 22.218: abs., ἄατος ὕβρις A.R.1.459. [First syllable short in Hes., long in A.R.]
ἄᾱτος, ον, = ἄητος (q.v.), Q.S.1.217.
Spanish (DGE)
(ἄᾰτος) -ον
• Alolema(s): ἄητος Il.21.395, A.Fr.3, Nic.Th.783; contr. ἆτος Il.5.388
• Prosodia: [ᾰᾱτος A.R.1.459, Q.S.1.217]
insaciable, desmedido, que exige todo esfuerzo ἄητον θάρσος Il.21.395, cf. Q.S.1.217, ἄατος ὕβρις A.R.1.459 (pero tb. se ha interpr. como 2 ἄατος q.u.), cf. A.Fr.3, ποηφάγος αἰὲν ἄητος Nic.l.c., cf. Hsch., Hdn.Gr.1.220
•c. gen. Ἄρης ἆτος πολέμοιο Il.5.388, μάχης ἄατόν περ ἐόντα Il.22.218, ἄατος πολέμοιο Hes.Th.714
•ἀπὸ τοῦ ἄω Et.Sym.α 5.
• Etimología: Cf. 3 ἄω
-ον
perjudicial, dañino Hsch.
• Etimología: Quizá ἀ- intens. y ἄτη.
German (Pape)
[Seite 1] (ἄω), unersättlich, πολέμοιο Hes. Th. 714, vgl. ἆτος; – ἄατος ὕβρις Ap. Rh. 1, 452, schädlich, ist wohl ἀατός zu schreiben; aber θάρσος ἄατον bei Qu. Hm. 1, 217 steht für ἄητον. Vgl. Buttm. Lexil. 1, 229 ff.
French (Bailly abrégé)
p. contr. ἆτος;
ος, ον :
insatiable de, gén..
Étymologie: ἀ, ἄω.
Greek (Liddell-Scott)
ἄᾰτος: συνηρ. ἆτος, ον· (ἄω, ἆσαι) ἀκόρεστος, μετὰ γεν. ἄατος πολέμοιο Ἡσ. Θεογ. 714. Ἄρης ἆτος πολέμοιο Ἰλ. Ε, 388, μάχης ἆτόν περ ἐόντα Χ, 218. Πρβλ. Βουττμ. Λεξιλ. ἐν λέξ.: - ἀπολ., ἄατος ὕβρις, Ἀπ. Ροδ. 1. 459. [Ἡ πρώτη συλλ. ἐν τῷ ἄατος εἶναι βραχεῖα παρ’ Ἡσυχ., ἀλλὰ μακρὰ παρ’ Ἀπ. Ροδ.]
Greek Monotonic
ἄᾰτος: συνηρ. ἆτος, -ον (ἄω), ακόρεστος, με γεν.· Ἄρης ἆτος πολέμοιο, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἄᾰτος: Hes. = ἆτος.
Frisk Etymological English
See also: ἄητος
Middle Liddell
[ἄω C]
insatiate, c. gen., Ἄρης ἆτος πολέμοιο Il.
Frisk Etymology German
ἄατος: {áatos}
Forms: kontr. ἆτος
Meaning: unersättlich
Etymology: aus *ἄσατος ep. neg. Verbaladjektiv zu ἄμεναι sättigen, s. ἅδην und ἆσαι. Vgl. ἄητος.
Page 1,2