ἐκκαρπίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0762.png Seite 762]] entfruchten, [[ἔδαφος]], aussaugen, Theophr. – Frucht bringen, [[ἄρουρα]] ἄτης θάνατον ἐκκαρπίζεται Aesch. Spt. 583.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0762.png Seite 762]] entfruchten, [[ἔδαφος]], aussaugen, Theophr. – Frucht bringen, [[ἄρουρα]] ἄτης θάνατον ἐκκαρπίζεται Aesch. Spt. 583.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés.</i><br />porter des fruits, produire.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], καρπίζομαι.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκκαρπίζομαι''': μέσ., [[παράγω]] καρπόν, Αἰσχύλ. Θήβ. 601 (πιθ. [[νόθος]] [[στίχος]], ἴδε Πόρσωνα καὶ Ἕρμαννον). ΙΙ. ἐπὶ καλλιεργουμένης γῆς, ἐξαντλοῦμαι, καθίσταμαι [[ἄγονος]], τάχιστα ἐκκαρπίζεται τὰ ἐδάφη Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 8, 3.
|lstext='''ἐκκαρπίζομαι''': μέσ., [[παράγω]] καρπόν, Αἰσχύλ. Θήβ. 601 (πιθ. [[νόθος]] [[στίχος]], ἴδε Πόρσωνα καὶ Ἕρμαννον). ΙΙ. ἐπὶ καλλιεργουμένης γῆς, ἐξαντλοῦμαι, καθίσταμαι [[ἄγονος]], τάχιστα ἐκκαρπίζεται τὰ ἐδάφη Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 8, 3.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés.</i><br />porter des fruits, produire.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], καρπίζομαι.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 14:30, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκκαρπίζομαι Medium diacritics: ἐκκαρπίζομαι Low diacritics: εκκαρπίζομαι Capitals: ΕΚΚΑΡΠΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: ekkarpízomai Transliteration B: ekkarpizomai Transliteration C: ekkarpizomai Beta Code: e)kkarpi/zomai

English (LSJ)

Med., A yield as produce, A.Th.601. II reap, enjoy, τὰ ἐκ τῆς γῆς γενήματα PTeb.105.30 (ii B.C.). III of land, exhaust, Thphr.CP4.8.3.

Spanish (DGE)

• Morfología: [tard. act. Sch.Luc.Musc.Enc.8]
recolectar, cosechar ἄτης ἄρουρα θάνατον ἐκκαρπίζεται metáf. un campo (sembrado) de culpa recolecta la muerte A.Th.601, τὰ ἐκ τῆς [γῆς γεν] ήματα PTeb.105.30, cf. BGU 2390.26 (ambos II a.C.)
en v. act. καρπούς Sch.Luc.l.c.

German (Pape)

[Seite 762] entfruchten, ἔδαφος, aussaugen, Theophr. – Frucht bringen, ἄρουρα ἄτης θάνατον ἐκκαρπίζεται Aesch. Spt. 583.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
porter des fruits, produire.
Étymologie: ἐκ, καρπίζομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκκαρπίζομαι: μέσ., παράγω καρπόν, Αἰσχύλ. Θήβ. 601 (πιθ. νόθος στίχος, ἴδε Πόρσωνα καὶ Ἕρμαννον). ΙΙ. ἐπὶ καλλιεργουμένης γῆς, ἐξαντλοῦμαι, καθίσταμαι ἄγονος, τάχιστα ἐκκαρπίζεται τὰ ἐδάφη Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 8, 3.

Greek Monolingual

ἐκκαρπίζομαι (Α)
1. παράγω καρπό
2. καρπώνομαι, απολαμβάνω
3. (για καλλιεργούμενη γη) εξαντλούμαι, γίνομαι άγονη.

Greek Monotonic

ἐκκαρπίζομαι: Μέσ., αποδίδω ως παραγωγή, ως σοδειά, παράγω καρπό, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἐκκαρπίζομαι: досл. приносить плод, перен. производить, причинять (θάνατον Aesch.).

Middle Liddell


Mid. to yield as produce, Aesch.