ἐμμαίνομαι: Difference between revisions
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0807.png Seite 807]] dabei rasen, τινί, N. T., Ios. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0807.png Seite 807]] dabei rasen, τινί, N. T., Ios. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=être furieux contre, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[μαίνομαι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐμμαίνομαι''': ἀποθ., καθίσταμαι [[μανιώδης]] [[ἐναντίον]] τινός, περισσῶς τε ἐμμαινόμενος αὐτοῖς, ἐδίωκον ἕως καὶ εἰς τὰς ἔξω πόλεις Πράξ. Ἀποστ. κϛ΄, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρ. 17. 6, 5. | |lstext='''ἐμμαίνομαι''': ἀποθ., καθίσταμαι [[μανιώδης]] [[ἐναντίον]] τινός, περισσῶς τε ἐμμαινόμενος αὐτοῖς, ἐδίωκον ἕως καὶ εἰς τὰς ἔξω πόλεις Πράξ. Ἀποστ. κϛ΄, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρ. 17. 6, 5. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR |
Revision as of 14:46, 2 October 2022
English (LSJ)
to be mad at, τινί Act.Ap.26.11, J.AJ17.6.5.
Spanish (DGE)
1 enfurecerse αὐτοῖς Act.Ap.26.11, cf. I.AI 17.174.
2 estar enloquecido Hsch.s.u. ἐμμεμηνότα, por el deseo sexual τοὺς ἄρρενας αὐτῶν κατ' ἀλλήλων ... ἐμμαίνεσθαι Didym.in Zach.2.208.
German (Pape)
[Seite 807] dabei rasen, τινί, N. T., Ios.
French (Bailly abrégé)
être furieux contre, τινι.
Étymologie: ἐν, μαίνομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμμαίνομαι: ἀποθ., καθίσταμαι μανιώδης ἐναντίον τινός, περισσῶς τε ἐμμαινόμενος αὐτοῖς, ἐδίωκον ἕως καὶ εἰς τὰς ἔξω πόλεις Πράξ. Ἀποστ. κϛ΄, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρ. 17. 6, 5.
English (Strong)
from ἐν and μαίνομαι; to rave on, i.e. rage at: be mad against.
English (Thayer)
(see ἐν, III:3); τίνι, to rage against (A. V. to be exceedingly mad against) one: Acts 26:11; besides only in Joseph; Antiquities 17,6, 5.
Greek Monolingual
ἐμμαίνομαι (AM)
μαίνομαι εναντίον κάποιου, καταδιώκω με μανία κάποιον.
Greek Monotonic
ἐμμαίνομαι: (ἐν), αποθ., γίνομαι έξαλλος, εξοργίζομαι με κάτι, με δοτ., σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
ἐμμαίνομαι: неистовствовать (τινι NT).
Middle Liddell
[ἐν]
Dep. to be mad at a thing, c. dat., NTest.
Chinese
原文音譯:™mma⋯nomai 恩-買挪買
詞類次數:動詞(1)
原文字根:(成為)在內-瘋 狂
字義溯源:憤怒,暴怒,惱恨;由(ἐν / ἐμμέσῳ / ἐννόμως)*=在,入)與(μαίνομαι)=怒吼)組成;而 (μαίνομαι)出自(μάχομαι)X*=渴望)。保羅自己述說,他從前迫害信徒時,所用的字眼
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 惱恨(1) 徒26:11