ἐνθαλασσεύω: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0841.png Seite 841]] att. -θαλαττεύω, in, auf dem Meere leben, sich befinden, Ael. H. A. 9, 63 u. a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0841.png Seite 841]] att. -θαλαττεύω, in, auf dem Meere leben, sich befinden, Ael. H. A. 9, 63 u. a. Sp.
}}
{{bailly
|btext=vivre dans la mer.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[θαλασσεύω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐνθᾰλασσεύω''': Ἀττ. -ττεύω, ζῶ παρὰ τὴν θάλασσαν ἢ ἐπὶ τῆς θαλάσσης, τά τε ὄρεια (τῶν ζῴων) καὶ ὅσα ἐνθαλαττεύει καὶ μετεωροπορεῖ Αἰλ. π. Ζ. 9. 63: μεταφ., ἐνθαλαττεύων τῷ ζόφῳ Κλήμ. Ἀλ. Παιδ. 2. 183, 31.
|lstext='''ἐνθᾰλασσεύω''': Ἀττ. -ττεύω, ζῶ παρὰ τὴν θάλασσαν ἢ ἐπὶ τῆς θαλάσσης, τά τε ὄρεια (τῶν ζῴων) καὶ ὅσα ἐνθαλαττεύει καὶ μετεωροπορεῖ Αἰλ. π. Ζ. 9. 63: μεταφ., ἐνθαλαττεύων τῷ ζόφῳ Κλήμ. Ἀλ. Παιδ. 2. 183, 31.
}}
{{bailly
|btext=vivre dans la mer.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[θαλασσεύω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐνθαλασσεύω]] και αττ. τ. ἐνθαλαττεύω (Α)<br /><b>1.</b> ζω [[μέσα]] στη [[θάλασσα]], [[είμαι]] [[θαλάσσιος]]<br /><b>2.</b> [[είμαι]], βρίσκομαι στη [[θάλασσα]], [[πλέω]], [[ταξιδεύω]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> βρίσκομαι σε [[αμηχανία]] συναντώντας δύσκολες περιστάσεις, [[πελαγώνω]] («ἐνθαλαττεύων τε [ο [[ανθρώπινος]] [[νους]]] εἰλιγγία τῷ ζόφῳ τῆς καταιγίδος», Κλήμ. Αλεξ.).
|mltxt=[[ἐνθαλασσεύω]] και αττ. τ. ἐνθαλαττεύω (Α)<br /><b>1.</b> ζω [[μέσα]] στη [[θάλασσα]], [[είμαι]] [[θαλάσσιος]]<br /><b>2.</b> [[είμαι]], βρίσκομαι στη [[θάλασσα]], [[πλέω]], [[ταξιδεύω]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> βρίσκομαι σε [[αμηχανία]] συναντώντας δύσκολες περιστάσεις, [[πελαγώνω]] («ἐνθαλαττεύων τε [ο [[ανθρώπινος]] [[νους]]] εἰλιγγία τῷ ζόφῳ τῆς καταιγίδος», Κλήμ. Αλεξ.).
}}
}}

Revision as of 14:55, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνθᾰλασσεύω Medium diacritics: ἐνθαλασσεύω Low diacritics: ενθαλασσεύω Capitals: ΕΝΘΑΛΑΣΣΕΥΩ
Transliteration A: enthalasseúō Transliteration B: enthalasseuō Transliteration C: enthalasseyo Beta Code: e)nqalasseu/w

English (LSJ)

Att. ἐνθαλαττεύω, live at sea, Ael.NA9.63; to be at sea, Longus 2.12; πρὸς ἐναντία πνεύματα νῆες -εύουσαι Ph.1.287.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): át. -λαττ-
1 estar en el mar, navegar πρὸς ἐναντία πνεύματα νῆες ἐνθαλαττεύουσαι Ph.1.287, οὐ γὰρ ἀσφαλὲς ἐδόκει ... ἐνθαλαττεύειν Longus 2.12.5, cf. Poll.1.121
fig. ὁ νοῦς (del embriagado) ἐνθαλαττεύων ... ἰλιγγιᾷ τῷ ζόφῳ Clem.Al.Paed.2.2.28.
2 vivir en el mar τὰ τε ὄρεια καὶ ὅσα ἐνθαλαττεύει καὶ μετεωροπορεῖ ὅσα los animales de la montaña y cuantos pueblan el mar y surcan el aire Ael.NA 9.63.

German (Pape)

[Seite 841] att. -θαλαττεύω, in, auf dem Meere leben, sich befinden, Ael. H. A. 9, 63 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

vivre dans la mer.
Étymologie: ἐν, θαλασσεύω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνθᾰλασσεύω: Ἀττ. -ττεύω, ζῶ παρὰ τὴν θάλασσαν ἢ ἐπὶ τῆς θαλάσσης, τά τε ὄρεια (τῶν ζῴων) καὶ ὅσα ἐνθαλαττεύει καὶ μετεωροπορεῖ Αἰλ. π. Ζ. 9. 63: μεταφ., ἐνθαλαττεύων τῷ ζόφῳ Κλήμ. Ἀλ. Παιδ. 2. 183, 31.

Greek Monolingual

ἐνθαλασσεύω και αττ. τ. ἐνθαλαττεύω (Α)
1. ζω μέσα στη θάλασσα, είμαι θαλάσσιος
2. είμαι, βρίσκομαι στη θάλασσα, πλέω, ταξιδεύω
3. μτφ. βρίσκομαι σε αμηχανία συναντώντας δύσκολες περιστάσεις, πελαγώνω («ἐνθαλαττεύων τε [ο ανθρώπινος νους] εἰλιγγία τῷ ζόφῳ τῆς καταιγίδος», Κλήμ. Αλεξ.).