ἐμφυσάω: Difference between revisions
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0820.png Seite 820]] hinein-, aufblasen, εἴς τι u. τινί, Sp. – Pass., Arist. H. A. 4, 1; Hippocr.; auch übertr., τῇ κολακείᾳ Clearch. bei Ath. VI, 255 d. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0820.png Seite 820]] hinein-, aufblasen, εἴς τι u. τινί, Sp. – Pass., Arist. H. A. 4, 1; Hippocr.; auch übertr., τῇ κολακείᾳ Clearch. bei Ath. VI, 255 d. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />souffler dans <i>ou</i> sur : ἔς [[τι]] dans qch ; τινί <i>ou</i> [[εἴς]] τινα sur qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[φυσάω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐμφῡσάω''': φυσῶ ἔν τινι, ἐς τὰς ῥῖνας Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 2· αὐλητρὶς ἐνεφύσησε, ἐφύσησεν εἰς τὸν αὐλόν, Ἀριστοφ. Σφ. 1219. ΙΙ. φυσῶ [[ἐπάνω]] (εἴς τινα), τινι ἢ εἴς τινα Ἑβδ. (Ἰὼβ Δ΄, 21). ΙΙΙ. φουσκώνω, τὸ μὲν τῆς τροφῆς ἐμφυσᾶν, τὸ δὲ σαρκοῦν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 21, 6· ἐμφ. τὰς φλέβας ὁ αὐτ. Προβλ. 5. 9: - Παθ., φουσκώνομαι, πρήσκομαι, ἐξογκοῦμαι, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 143, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 12 κ. ἀλλ.· μεταφορ., τῇ κολακείᾳ ἐμφυσώμενος Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 225D. | |lstext='''ἐμφῡσάω''': φυσῶ ἔν τινι, ἐς τὰς ῥῖνας Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 2· αὐλητρὶς ἐνεφύσησε, ἐφύσησεν εἰς τὸν αὐλόν, Ἀριστοφ. Σφ. 1219. ΙΙ. φυσῶ [[ἐπάνω]] (εἴς τινα), τινι ἢ εἴς τινα Ἑβδ. (Ἰὼβ Δ΄, 21). ΙΙΙ. φουσκώνω, τὸ μὲν τῆς τροφῆς ἐμφυσᾶν, τὸ δὲ σαρκοῦν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 21, 6· ἐμφ. τὰς φλέβας ὁ αὐτ. Προβλ. 5. 9: - Παθ., φουσκώνομαι, πρήσκομαι, ἐξογκοῦμαι, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 143, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 12 κ. ἀλλ.· μεταφορ., τῇ κολακείᾳ ἐμφυσώμενος Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 225D. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR |
Revision as of 14:55, 2 October 2022
English (LSJ)
A blow in, ἐς τὰς ῥῖνας Aret.CA1.2, cf. POxy.1088.37; αὐλητρὶς ἐνεφύσησε breathed into the flute, Ar.V.1219; οἴνῳ ἐ. Hippiatr.11. II breathe upon, τινί, εἴς τινα, LXXJb.4.21, Ez.37.9, cf. Ev.Jo.20.22. III blow up, inflate, τὸ μὲν [τῆς τροφῆς] ἐμφυσᾶν, τὸ δὲ σαρκοῦν Arist.HA603b30; ἐ. τὰς φλέβας Id.Pr.881b14:—Pass., to be inflated or, generally, swollen, Hp.Coac.154, Arist.HA524a17, al.: metaph., τῇ κολακείᾳ ἐμφυσώμενος Clearch.25.
Spanish (DGE)
• Grafía: pap. frec. graf. ἐν-
I tr.
1 inflar, hinchar, llenar de aire τὰς φλέβας Arist.Pr.881b14, ὁ ἐνφυσήσας τὸν σύμπαντα κόσμον PMag.4.1171, abs. φάσι τὸ μὲν (τῆς τροφῆς) ἐμφυσᾶν, τὸ δὲ σαρκοῦν dicen que parte (del alimento) le aporta aire, y otra parte, carne (al cerdo), Arist.HA 603b30, en v. pas. κοιλίης ἐμφυσωμένης Hp.Coac.154, τὴν δὲ κεφαλήν ... σκληρὰν ἔχει καθάπερ ἐμπεφυσημένην Arist.HA 524a17, fig. τῶν κολακευομένων ἐμφυσωμένων τῇ κολακείᾳ los adulados envanecidos por la adulación Clearch.19.
2 medic. insuflar c. ac. del medicamento y compl. instrum. τὸ φάρμακον διὰ συριγγίου Gal.12.683, cf. Orib.Ec.11.2, καλάμῳ ἢ πτίλῳ ἢ καυλῷ Aret.CA 1.9.2, en v. pas. διὰ καλάμου ἐμφυσᾶσθαι τὰ τοιαῦτα φάρμακα Gal.12.985
•c. compl. ref. parte del cuerpo τῷ μυκτῆρι Gal.12.694, cf. Aët.6.92, κατὰ τῶν ῥωθώνων Hippiatr.11.33, εἰς τοὺς μυκτῆρας Anon.Med. en POxy.1088.25, cf. Aret.CA 1.2.11
•c. ac. de la parte del cuerpo y dat. ref. medicamento οἴνῳ τὰς ῥῖνας Hippiatr.103.21.
3 insuflar, infundir el hálito vital ἐνεφύσησεν εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ πνοὴν ζωῆς LXX Ge.2.7, ὁ ἐνφύσησας πνεύματα ἀνθρώποις εἰς ζωήν PMag.12.238, τὸ πνεῦμα τοῖς ἀποστόλοις ref. el Espíritu Santo, Clem.Al.Ex.Thdot.3, abs. Eu.Io.20.22.
II intr.
1 soplar en (τῷ καλάμῳ) para hacerlo sonar, Archyt.B 1 (p.435)
•esp. en exorcismos o de forma sobrenatural soplar sobre c. dat. ἐνεφύσησεν τῷ παιδαρίῳ τρίς LXX 3Re.17.21, ἐνέφυσησε μὲν αὐτοῖς (ὄφεσι) ὁ Βαβυλώνιος Luc.Philops.12, fig., c. giro prep. ἐν πυρὶ ὀργῆς μου ἐμφυσήσω ἐπὶ σέ soplaré sobre ti con el fuego de mi ira LXX Ez.21.36.
2 en v. med. inyectar aire (κάλαμοι) ἀσκώμασιν ἐμφυσώμενοι cañas que inyectan aire mediante fuelles para avivar el fuego y destruir una fortificación, Apollod.Poliorc.152.2.
German (Pape)
[Seite 820] hinein-, aufblasen, εἴς τι u. τινί, Sp. – Pass., Arist. H. A. 4, 1; Hippocr.; auch übertr., τῇ κολακείᾳ Clearch. bei Ath. VI, 255 d.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
souffler dans ou sur : ἔς τι dans qch ; τινί ou εἴς τινα sur qqn.
Étymologie: ἐν, φυσάω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμφῡσάω: φυσῶ ἔν τινι, ἐς τὰς ῥῖνας Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 2· αὐλητρὶς ἐνεφύσησε, ἐφύσησεν εἰς τὸν αὐλόν, Ἀριστοφ. Σφ. 1219. ΙΙ. φυσῶ ἐπάνω (εἴς τινα), τινι ἢ εἴς τινα Ἑβδ. (Ἰὼβ Δ΄, 21). ΙΙΙ. φουσκώνω, τὸ μὲν τῆς τροφῆς ἐμφυσᾶν, τὸ δὲ σαρκοῦν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 21, 6· ἐμφ. τὰς φλέβας ὁ αὐτ. Προβλ. 5. 9: - Παθ., φουσκώνομαι, πρήσκομαι, ἐξογκοῦμαι, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 143, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 12 κ. ἀλλ.· μεταφορ., τῇ κολακείᾳ ἐμφυσώμενος Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 225D.
English (Strong)
from ἐν and phusao (to puff) (compare φύω); to blow at or on: breathe on.
English (Thayer)
ἐμφύσω (see ἐν, III:3): 1st aorist ἐνεφύσησα; to blow or breathe on: τινα, רוּחַ and πνεῦμα (cf. e. g. Sept.; Dioscorides (100 A.D.>?), Aretaeus (80 A.D.>?), Geoponica, others; (to inflate, Aristotle, others).)
Greek Monotonic
ἐμφῡσάω: μέλ. -ήσω, (ἐν), φυσώ μέσα σε κάτι, εμφυσώ, παίζω τον αυλό, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἐμφῡσάω:
1) дуть, играть (на духовом инструменте) (αὐλητρὶς ἐνεφύσησεν Arph.);
2) надувать, раздувать (τὰς φλέβας Arst.); pass. раздуваться, разбухать (ὀφθαλμοὶ ἐμπεφυσημένοι Arst.).
Middle Liddell
fut. ήσω [ἐν]
to blow in: to play the flute, Ar.
Chinese
原文音譯:™mfus£w 恩-廢沙哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:在內-得意 相當於: (נָפַח)
字義溯源:吹氣,呼出,吹進,注入,吹一口氣;由(ἐν / ἐμμέσῳ / ἐννόμως)*=在,入)與(φύραμα)X*=吹氣)組成;參閱(φύω)=噴出,發芽,生長*)
出現次數:總共(1);約(1)
譯字彙編:
1) 吹了一口氣(1) 約20:22