ἐξαυγής: Difference between revisions

From LSJ

Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλοςFelix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund

Menander, Monostichoi, 502
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0874.png Seite 874]] ές, hell glänzend; πώλων χιόνος ἐξαυγεστέρων Eur. Rhes. 304.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0874.png Seite 874]] ές, hell glänzend; πώλων χιόνος ἐξαυγεστέρων Eur. Rhes. 304.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />éclatant.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[αὐγή]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξαυγής''': -ές, (αὐγὴ) λάμπων ἐκ λευκότητος, [[κατάλευκος]], πώλων... χιόνος ἐξαυγεστέρων Εὐρ. Ρῆσ. 304.
|lstext='''ἐξαυγής''': -ές, (αὐγὴ) λάμπων ἐκ λευκότητος, [[κατάλευκος]], πώλων... χιόνος ἐξαυγεστέρων Εὐρ. Ρῆσ. 304.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />éclatant.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[αὐγή]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 15:00, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξαυγής Medium diacritics: ἐξαυγής Low diacritics: εξαυγής Capitals: ΕΞΑΥΓΗΣ
Transliteration A: exaugḗs Transliteration B: exaugēs Transliteration C: eksavgis Beta Code: e)caugh/s

English (LSJ)

ές, (αὐγή) dazzling white, in Comp., χιόνος E.Rh.304.

Spanish (DGE)

-ές
brillante, resplandeciente πῶλοι ... χιόνος ἐξαυγέστεροι E.Rh.304.

German (Pape)

[Seite 874] ές, hell glänzend; πώλων χιόνος ἐξαυγεστέρων Eur. Rhes. 304.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
éclatant.
Étymologie: ἐξ, αὐγή.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαυγής: -ές, (αὐγὴ) λάμπων ἐκ λευκότητος, κατάλευκος, πώλων... χιόνος ἐξαυγεστέρων Εὐρ. Ρῆσ. 304.

Greek Monolingual

ἐξαυγής, -ές (Α) αυγή
λαμπερός, κατάλευκος («πώλων... χιόνος ἐξαυγενεστέρων», Ευρ.).

Greek Monotonic

ἐξαυγής: -ές (αὐγή), αυτός που λάμπει από λευκότητα, ολόλευκος, πάλλευκος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξαυγής: сияющий, блистающий (χιών Eur.).

Middle Liddell

ἐξ-αυγής, ές adj αὐγή
dazzling white, Eur.