ἐνδιαφθείρω: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salusBane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus

Menander, Monostichoi, 85
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0834.png Seite 834]] darin verderben, vernichten, Hippocr. u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0834.png Seite 834]] darin verderben, vernichten, Hippocr. u. Sp.
}}
{{bailly
|btext=détruire dans.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[διαφθείρω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐνδιαφθείρω''': μέλλ. -ερῶ, [[διαφθείρω]], [[καταστρέφω]] τι [[ἐντός]], Πλούτ. 2. 658C· αἱ ἑταῖραι αἱ δημόσιαι... γιγνώσκουσι ὁκόταν λάβωσιν ἐν γαστρί, κἄπειτ’ ἐνδιαφθείρουσι, καταστρέφουσι τὸ [[ἔμβρυον]] ἐν τῇ μήτρᾳ, Ἱππ. 254. 6.
|lstext='''ἐνδιαφθείρω''': μέλλ. -ερῶ, [[διαφθείρω]], [[καταστρέφω]] τι [[ἐντός]], Πλούτ. 2. 658C· αἱ ἑταῖραι αἱ δημόσιαι... γιγνώσκουσι ὁκόταν λάβωσιν ἐν γαστρί, κἄπειτ’ ἐνδιαφθείρουσι, καταστρέφουσι τὸ [[ἔμβρυον]] ἐν τῇ μήτρᾳ, Ἱππ. 254. 6.
}}
{{bailly
|btext=détruire dans.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[διαφθείρω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 15:12, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνδιαφθείρω Medium diacritics: ἐνδιαφθείρω Low diacritics: ενδιαφθείρω Capitals: ΕΝΔΙΑΦΘΕΙΡΩ
Transliteration A: endiaphtheírō Transliteration B: endiaphtheirō Transliteration C: endiaftheiro Beta Code: e)ndiafqei/rw

English (LSJ)

fut. -ερῶ, to destroy in, dub. in Plu.2.658c; destroy a child in the womb, Hp.Carn.19.

Spanish (DGE)

abortar αἱ ἑταῖραι ... γινώσκουσιν ὁκόταν λάβωσιν ἐν γαστρὶ κἄπειτ' ἐνδιαφθείρουσι Hp.Carn.19.

German (Pape)

[Seite 834] darin verderben, vernichten, Hippocr. u. Sp.

French (Bailly abrégé)

détruire dans.
Étymologie: ἐν, διαφθείρω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνδιαφθείρω: μέλλ. -ερῶ, διαφθείρω, καταστρέφω τι ἐντός, Πλούτ. 2. 658C· αἱ ἑταῖραι αἱ δημόσιαι... γιγνώσκουσι ὁκόταν λάβωσιν ἐν γαστρί, κἄπειτ’ ἐνδιαφθείρουσι, καταστρέφουσι τὸ ἔμβρυον ἐν τῇ μήτρᾳ, Ἱππ. 254. 6.

Greek Monolingual

ἐνδιαφθείρω (AM)
1. διαφθείρω, καταστρέφω
2. καταστρέφω το έμβρυο στη μήτρα.

Russian (Dvoretsky)

ἐνδιαφθείρω: (в чем-л.) разрушать, портить (τι Plut.).