ἐπίνειον: Difference between revisions

From LSJ

πατρὶς γάρ ἐστι πᾶσ' ἵν' ἂν πράττῃ τις εὖ → homeland is where life is good | homeland is where it is good | ubi bene, ibi patria

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0964.png Seite 964]] τό ([[ναῦς]]), 1) Ankerplatz für Schiffe, Her. 6, 116; kleiner als [[λιμήν]], Pol. bei Suid.; vgl. D. Sic. 11, 41; καὶ λιμένες Arist. pol. 8, 6; übh. Hafen, Plut. Phoc. 15. – 2) Seestadt mit einem Hafen, Stapelplatz, Thuc. 1, 30. 2, 84; D. Hal. 9, 56; Strab. öfter.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0964.png Seite 964]] τό ([[ναῦς]]), 1) Ankerplatz für Schiffe, Her. 6, 116; kleiner als [[λιμήν]], Pol. bei Suid.; vgl. D. Sic. 11, 41; καὶ λιμένες Arist. pol. 8, 6; übh. Hafen, Plut. Phoc. 15. – 2) Seestadt mit einem Hafen, Stapelplatz, Thuc. 1, 30. 2, 84; D. Hal. 9, 56; Strab. öfter.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> mouillage ; port;<br /><b>2</b> entrepôt maritime.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ναῦς]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπίνειον''': τό, ([[ναῦς]], νεὼς) ὁ λιμὴν [[ἔνθα]] διαμένει τὸ ναυτικὸν χώρας τινός, ὁ ναύσταθμος Ἡρόδ. 6. 116, Θουκ. 1. 30., 2. 84· ἐπίνεια καὶ λιμένας Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 6, 5: - [[καθόλου]], [[λιμήν]], [[ὅρμος]] πρὸς ἐμπορίαν [[χρήσιμος]], Διον. Ἁλ. 9. 56, κλ. -[[Κατὰ]] Σουΐδ. «[[ἐπίνειον]],... [[πόλισμα]] παραθαλάσσιον, [[ἔνθα]] τὰ νεώρια τῶν πόλεών εἰσιν, [[ὥσπερ]] [[Πειραιεὺς]] τῶν Ἀθηναίων καὶ Νίσαια τῆς Μεγαρίδος, δύνασαι δὲ ἐπὶ παντὸς ἐμπορίου καὶ παραθαλασσίου χρήσασθαι τῷ ὀνόματι τούτῳ, ὃ νῦν οἱ πολλοὶ κατάβολον καλοῦσι». καὶ «[[ἐπίνειον]], παραθαλάσσιον [[χωρίον]] ἢ προσορμιστήριον, [[τόπος]] [[παραθαλάσσιος]]», καὶ «ἐπινήιον (Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ.)· μικρὸς λιμὴν καὶ αἱ περὶ αὐτὸν στοαί».
|lstext='''ἐπίνειον''': τό, ([[ναῦς]], νεὼς) ὁ λιμὴν [[ἔνθα]] διαμένει τὸ ναυτικὸν χώρας τινός, ὁ ναύσταθμος Ἡρόδ. 6. 116, Θουκ. 1. 30., 2. 84· ἐπίνεια καὶ λιμένας Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 6, 5: - [[καθόλου]], [[λιμήν]], [[ὅρμος]] πρὸς ἐμπορίαν [[χρήσιμος]], Διον. Ἁλ. 9. 56, κλ. -[[Κατὰ]] Σουΐδ. «[[ἐπίνειον]],... [[πόλισμα]] παραθαλάσσιον, [[ἔνθα]] τὰ νεώρια τῶν πόλεών εἰσιν, [[ὥσπερ]] [[Πειραιεὺς]] τῶν Ἀθηναίων καὶ Νίσαια τῆς Μεγαρίδος, δύνασαι δὲ ἐπὶ παντὸς ἐμπορίου καὶ παραθαλασσίου χρήσασθαι τῷ ὀνόματι τούτῳ, ὃ νῦν οἱ πολλοὶ κατάβολον καλοῦσι». καὶ «[[ἐπίνειον]], παραθαλάσσιον [[χωρίον]] ἢ προσορμιστήριον, [[τόπος]] [[παραθαλάσσιος]]», καὶ «ἐπινήιον (Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ.)· μικρὸς λιμὴν καὶ αἱ περὶ αὐτὸν στοαί».
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> mouillage ; port;<br /><b>2</b> entrepôt maritime.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ναῦς]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 15:15, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίνειον Medium diacritics: ἐπίνειον Low diacritics: επίνειον Capitals: ΕΠΙΝΕΙΟΝ
Transliteration A: epíneion Transliteration B: epineion Transliteration C: epineion Beta Code: e)pi/neion

English (LSJ)

τό, (ναῦσ A sea-port where the fleet of a country lies, Hdt. 6.116, Th.1.30, 2.84; ἐπίνεια καὶ λιμένας the harbours and roadsteads, Arist.Pol.1327a33; πολίχνη ᾗ ἐ. καὶ ἀγορᾷ ἐχρῶντο D.H.9.56, etc. II. Adj. ἐπίνειος, ον, at a port, φρουραί, φρούριον, App.Praef. 15, Pun.100.

German (Pape)

[Seite 964] τό (ναῦς), 1) Ankerplatz für Schiffe, Her. 6, 116; kleiner als λιμήν, Pol. bei Suid.; vgl. D. Sic. 11, 41; καὶ λιμένες Arist. pol. 8, 6; übh. Hafen, Plut. Phoc. 15. – 2) Seestadt mit einem Hafen, Stapelplatz, Thuc. 1, 30. 2, 84; D. Hal. 9, 56; Strab. öfter.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 mouillage ; port;
2 entrepôt maritime.
Étymologie: ἐπί, ναῦς.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίνειον: τό, (ναῦς, νεὼς) ὁ λιμὴν ἔνθα διαμένει τὸ ναυτικὸν χώρας τινός, ὁ ναύσταθμος Ἡρόδ. 6. 116, Θουκ. 1. 30., 2. 84· ἐπίνεια καὶ λιμένας Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 6, 5: - καθόλου, λιμήν, ὅρμος πρὸς ἐμπορίαν χρήσιμος, Διον. Ἁλ. 9. 56, κλ. -Κατὰ Σουΐδ. «ἐπίνειον,... πόλισμα παραθαλάσσιον, ἔνθα τὰ νεώρια τῶν πόλεών εἰσιν, ὥσπερ Πειραιεὺς τῶν Ἀθηναίων καὶ Νίσαια τῆς Μεγαρίδος, δύνασαι δὲ ἐπὶ παντὸς ἐμπορίου καὶ παραθαλασσίου χρήσασθαι τῷ ὀνόματι τούτῳ, ὃ νῦν οἱ πολλοὶ κατάβολον καλοῦσι». καὶ «ἐπίνειον, παραθαλάσσιον χωρίον ἢ προσορμιστήριον, τόπος παραθαλάσσιος», καὶ «ἐπινήιον (Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ.)· μικρὸς λιμὴν καὶ αἱ περὶ αὐτὸν στοαί».

Greek Monotonic

ἐπίνειον: τό (ναῦς), λιμάνι στο οποίο σταθμεύει το ναυτικό, ναύσταθμος, σε Ηρόδ., Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίνειον: τό
1) якорная стоянка, порт, гавань Her., Arst., Polyb., Diod., Plut.;
2) портовый город Thuc.

Middle Liddell

ἐπί-νειον, ου, τό, ναῦς
the sea-port where the navy lies, the state harbour, Hdt., Thuc.