ἐπιβοηθέω: Difference between revisions
οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0929.png Seite 929]] zu Hülfe herbeikommen, τινί, Her. 3, 146. 7, 207; ἐπιβωθέειν 8, 1. 14; absol., Thuc.; τινί Xen. An. 6, 5, 9; ἐπί τινα Hell. 7, 5, 24 u. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0929.png Seite 929]] zu Hülfe herbeikommen, τινί, Her. 3, 146. 7, 207; ἐπιβωθέειν 8, 1. 14; absol., Thuc.; τινί Xen. An. 6, 5, 9; ἐπί τινα Hell. 7, 5, 24 u. Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />venir au secours : τινι de qqn ; [[ἐπί]] τινα XÉN contre un ennemi.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[βοηθέω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπιβοηθέω''': Ἰων. -[[βωθέω]], [[ἔρχομαι]] εἰς βοήθειαν, βοηθῶ, τινὶ Ἡρόδ. 3. 146., 7. 207, Θουκ. 3. 69., 4. 29, κ. ἀλλ. ΙΙ. [[πέμπω]] βοήθειαν [[ἐναντίον]] τινός, [[ὅπως]] οἱ Ἀθηναῖοι, [[ἀμφοτέρωθεν]] θορυβούμενοι, ἧσσον ταῖς ναυσὶν ἐς τὴν Μυτιλήνην καταπλεούσαις ἐπιβοηθήσουσιν ὁ αὐτ. 3. 26· ἐπί τινα Ξεν. Ἑλλην. 7. 5, 24· ἀπολ., Θουκ. 3. 96 κ. ἀλλ. | |lstext='''ἐπιβοηθέω''': Ἰων. -[[βωθέω]], [[ἔρχομαι]] εἰς βοήθειαν, βοηθῶ, τινὶ Ἡρόδ. 3. 146., 7. 207, Θουκ. 3. 69., 4. 29, κ. ἀλλ. ΙΙ. [[πέμπω]] βοήθειαν [[ἐναντίον]] τινός, [[ὅπως]] οἱ Ἀθηναῖοι, [[ἀμφοτέρωθεν]] θορυβούμενοι, ἧσσον ταῖς ναυσὶν ἐς τὴν Μυτιλήνην καταπλεούσαις ἐπιβοηθήσουσιν ὁ αὐτ. 3. 26· ἐπί τινα Ξεν. Ἑλλην. 7. 5, 24· ἀπολ., Θουκ. 3. 96 κ. ἀλλ. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 15:20, 2 October 2022
English (LSJ)
Dor. ἐπι-βοᾱθέω, A come to aid, succour, τινί Hdt.3.146, 7.207, Th.1.73, 4.29, al., SIG398.7 (Cos, iii B.C.): abs., Th.3.69, PPetr.2p.143 (iii B.C.), etc. II. come to aid against, τινί Th.3.26; ἐπὶ τὸ ἐχόμενον X.HG7.5.24.
German (Pape)
[Seite 929] zu Hülfe herbeikommen, τινί, Her. 3, 146. 7, 207; ἐπιβωθέειν 8, 1. 14; absol., Thuc.; τινί Xen. An. 6, 5, 9; ἐπί τινα Hell. 7, 5, 24 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
venir au secours : τινι de qqn ; ἐπί τινα XÉN contre un ennemi.
Étymologie: ἐπί, βοηθέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιβοηθέω: Ἰων. -βωθέω, ἔρχομαι εἰς βοήθειαν, βοηθῶ, τινὶ Ἡρόδ. 3. 146., 7. 207, Θουκ. 3. 69., 4. 29, κ. ἀλλ. ΙΙ. πέμπω βοήθειαν ἐναντίον τινός, ὅπως οἱ Ἀθηναῖοι, ἀμφοτέρωθεν θορυβούμενοι, ἧσσον ταῖς ναυσὶν ἐς τὴν Μυτιλήνην καταπλεούσαις ἐπιβοηθήσουσιν ὁ αὐτ. 3. 26· ἐπί τινα Ξεν. Ἑλλην. 7. 5, 24· ἀπολ., Θουκ. 3. 96 κ. ἀλλ.
Greek Monotonic
ἐπιβοηθέω: Ιων. -βωθέω, μέλ. -σω, έρχομαι προς βοήθεια, συνδράμω, βοηθώ, τινί, σε Ηρόδ., Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιβοηθέω: ион. ἐπιβωθέω приходить на помощь, помогать (τινι Xen., Her. и ἐπί τινα Xen.; πολλῇ χειρί Thuc.).
Middle Liddell
ionic -βωθέω fut. σω
to come to aid, to succour, τινί Hdt., Thuc.