ἐργώδης: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß

Menander, Monostichoi, 405
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1022.png Seite 1022]] ες, mühsam, schwierig, lästig, Plat. Ep. IX, 357 e; [[θυγάτηρ]] κτῆμ' ἐστὶν ἐργῶδες πατρί Men. Stob. fl. 77, 5; Sp., wie Luc. Hermot. 1 Saturn. 7; [[πολέμιος]] Plut. Marc. 30; ἐργωδέστερον Xen. Mem. 2, 6, 9; ἐργωδέστατον 1, 3, 6.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1022.png Seite 1022]] ες, mühsam, schwierig, lästig, Plat. Ep. IX, 357 e; [[θυγάτηρ]] κτῆμ' ἐστὶν ἐργῶδες πατρί Men. Stob. fl. 77, 5; Sp., wie Luc. Hermot. 1 Saturn. 7; [[πολέμιος]] Plut. Marc. 30; ἐργωδέστερον Xen. Mem. 2, 6, 9; ἐργωδέστατον 1, 3, 6.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες:<br />laborieux, difficile.<br />'''Étymologie:''' [[ἔργον]], -ωδης.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐργώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ἐπίπονος]], [[ὀχληρός]], ἐργ. φαρμακεύεσθαι, [[δύσκολος]] πρὸς κάθαρσιν, Ἱππ. Ἀφ. 1245, πρβλ. 1249, Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 9· [[θυγάτηρ]] κτῆμ’ ἐστὶν ἐργῶδες πατρὶ Μένανδ. ἐν «Ἀνεψιοῖς» 2· [[πολέμιος]] Πλουτ. Μάρκελλ. 30· ἐργῶδές ἐστιν, μετ’ ἀπαρ., Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 10, 5 κ. ἀλλ.· ἐργωδέστερον [[αὐτόθι]] 1. 13, 8, κ. ἀλλ. - Συγκριτ. καὶ ὑπερθ. -έστερος, -έστατος, Λουκ. Ἁλκ. 4, Ξεν. Ἀπομν. 3. 3, 6.
|lstext='''ἐργώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ἐπίπονος]], [[ὀχληρός]], ἐργ. φαρμακεύεσθαι, [[δύσκολος]] πρὸς κάθαρσιν, Ἱππ. Ἀφ. 1245, πρβλ. 1249, Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 9· [[θυγάτηρ]] κτῆμ’ ἐστὶν ἐργῶδες πατρὶ Μένανδ. ἐν «Ἀνεψιοῖς» 2· [[πολέμιος]] Πλουτ. Μάρκελλ. 30· ἐργῶδές ἐστιν, μετ’ ἀπαρ., Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 10, 5 κ. ἀλλ.· ἐργωδέστερον [[αὐτόθι]] 1. 13, 8, κ. ἀλλ. - Συγκριτ. καὶ ὑπερθ. -έστερος, -έστατος, Λουκ. Ἁλκ. 4, Ξεν. Ἀπομν. 3. 3, 6.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες:<br />laborieux, difficile.<br />'''Étymologie:''' [[ἔργον]], -ωδης.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 15:35, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐργώδης Medium diacritics: ἐργώδης Low diacritics: εργώδης Capitals: ΕΡΓΩΔΗΣ
Transliteration A: ergṓdēs Transliteration B: ergōdēs Transliteration C: ergodis Beta Code: e)rgw/dhs

English (LSJ)

ες, difficult, troublesome, ἐργώδες φαρμακεύεσθαι = hard to purge, Hp.Aph.2.37, cf. X.Mem.2.6.9; ἐ. αἱ φαρμακεῖαι Hp.Aph.4.5; of persons, Thphr.Char.6.10; θυγάτηρ κτῆμ' ἐστὶν ἐργῶδες πατρί Men. 60; πολέμιος Plu.Marc.30; ἐργῶδές (ἐστιν) c.inf., Arist.EN1171a5, Philippid.9.9, cf. Sosip.1.24: Comp. ἐργωδέστερον Arist.EN1102a25, Luc.Halc.4: Sup. ἐργωδέστατος X.Mem.1.3.6. Adv. ἐργωδῶς = with difficulty, ὑγιάζεται Hp.Aph.6.6, cf. Thphr.HP9.16.5, Ph.Bel.84.12.

German (Pape)

[Seite 1022] ες, mühsam, schwierig, lästig, Plat. Ep. IX, 357 e; θυγάτηρ κτῆμ' ἐστὶν ἐργῶδες πατρί Men. Stob. fl. 77, 5; Sp., wie Luc. Hermot. 1 Saturn. 7; πολέμιος Plut. Marc. 30; ἐργωδέστερον Xen. Mem. 2, 6, 9; ἐργωδέστατον 1, 3, 6.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
laborieux, difficile.
Étymologie: ἔργον, -ωδης.

Greek (Liddell-Scott)

ἐργώδης: -ες, (εἶδος) ἐπίπονος, ὀχληρός, ἐργ. φαρμακεύεσθαι, δύσκολος πρὸς κάθαρσιν, Ἱππ. Ἀφ. 1245, πρβλ. 1249, Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 9· θυγάτηρ κτῆμ’ ἐστὶν ἐργῶδες πατρὶ Μένανδ. ἐν «Ἀνεψιοῖς» 2· πολέμιος Πλουτ. Μάρκελλ. 30· ἐργῶδές ἐστιν, μετ’ ἀπαρ., Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 10, 5 κ. ἀλλ.· ἐργωδέστερον αὐτόθι 1. 13, 8, κ. ἀλλ. - Συγκριτ. καὶ ὑπερθ. -έστερος, -έστατος, Λουκ. Ἁλκ. 4, Ξεν. Ἀπομν. 3. 3, 6.

Greek Monolingual

-ες (AM ἐργώδης, -ες) έργον
επίπονος, κοπιαστικός.

Greek Monotonic

ἐργώδης: -ες (εἶδος), επίπονος, σκληρός, ενοχλητικός, σε Ξεν. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ἐργώδης:
1) крайне трудный, тяжелый (κρίσις Arst.): ἄκοντα φίλον ἑλεῖν ἐργῶδες (sc. ἐστίν) Xen. трудно сделать (кого-л.) другом насильно;
2) тяжелый, тягостный, неприятный (κτῇμα Men.; πολέμιος Plut.).

Middle Liddell

ἐργ-ώδης, ες εἶδος
irksome, troublesome, Xen., etc.