ἑρσήεις: Difference between revisions
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1035.png Seite 1035]] εσσα, εν, ep. auch [[ἐερσήεις]], thauig, bethaut, saftig, frisch, [[λωτός]] Il. 14, 348; übertr. vom getödteten Hektor, [[ἑρσήεις]] καὶ [[πρόσφατος]] κεῖσαι 24, 757, οἷον [[ἐερσήεις]] κεῖται 419, noch frisch, eben gestorben, nicht in Verwesung übergegangen; [[κύπειρος]] H. h. Merc. 107; [[λειμών]] Mar. Schol. 2 (IX, 668); [[οὔρεα]] Anyt. 8 (Plan. 231). | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1035.png Seite 1035]] εσσα, εν, ep. auch [[ἐερσήεις]], thauig, bethaut, saftig, frisch, [[λωτός]] Il. 14, 348; übertr. vom getödteten Hektor, [[ἑρσήεις]] καὶ [[πρόσφατος]] κεῖσαι 24, 757, οἷον [[ἐερσήεις]] κεῖται 419, noch frisch, eben gestorben, nicht in Verwesung übergegangen; [[κύπειρος]] H. h. Merc. 107; [[λειμών]] Mar. Schol. 2 (IX, 668); [[οὔρεα]] Anyt. 8 (Plan. 231). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>et</i> [[ἐερσήεις]];<br />ήεσσα, ῆεν;<br />couvert de rosée, baigné de rosée.<br />'''Étymologie:''' [[ἕρση]] et [[ἐέρση]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἑρσήεις''': Ἐπικ. ἐερσ-, εσσα, εν, [[δροσερός]], [[πλήρης]] δρόσου, λωτὸν ἑρσήεντα Ἰλ. Ξ. 348˙ λειμὼν Ἀνθ. Π. 9. 668, κτλ˙ μεταφ. ἐπὶ πτώματος, [[οἷον]] ἐερσήεις κεῖται, [[δροσερός]], Ἰλ. Ω. 419˙ νῦν δέ μοι [[ἑρσήεις]] καὶ [[πρόσφατος]] ἐν μεγάροισι κεῖσαι, περὶ τοῦ νεκροῦ σώματος τοῦ Ἕκτορος, [[αὐτόθι]] 757. | |lstext='''ἑρσήεις''': Ἐπικ. ἐερσ-, εσσα, εν, [[δροσερός]], [[πλήρης]] δρόσου, λωτὸν ἑρσήεντα Ἰλ. Ξ. 348˙ λειμὼν Ἀνθ. Π. 9. 668, κτλ˙ μεταφ. ἐπὶ πτώματος, [[οἷον]] ἐερσήεις κεῖται, [[δροσερός]], Ἰλ. Ω. 419˙ νῦν δέ μοι [[ἑρσήεις]] καὶ [[πρόσφατος]] ἐν μεγάροισι κεῖσαι, περὶ τοῦ νεκροῦ σώματος τοῦ Ἕκτορος, [[αὐτόθι]] 757. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 15:45, 2 October 2022
English (LSJ)
Ep. ἐερσ- (Dor. ἑρσάεις Hymn.Is.167), εσσα, εν, dewy, λωτόν θ' ἑρσήεντα Il.14.348; λειμών AP9.668.3 (Marian.): metaph., of a corpse, οἷον ἐερσήεις κεῖται fresh, Il.24.419; νῦν δέ μοι ἑρσήεις καὶ πρόσφατος..κεῖσαι ib.757.
German (Pape)
[Seite 1035] εσσα, εν, ep. auch ἐερσήεις, thauig, bethaut, saftig, frisch, λωτός Il. 14, 348; übertr. vom getödteten Hektor, ἑρσήεις καὶ πρόσφατος κεῖσαι 24, 757, οἷον ἐερσήεις κεῖται 419, noch frisch, eben gestorben, nicht in Verwesung übergegangen; κύπειρος H. h. Merc. 107; λειμών Mar. Schol. 2 (IX, 668); οὔρεα Anyt. 8 (Plan. 231).
French (Bailly abrégé)
et ἐερσήεις;
ήεσσα, ῆεν;
couvert de rosée, baigné de rosée.
Étymologie: ἕρση et ἐέρση.
Greek (Liddell-Scott)
ἑρσήεις: Ἐπικ. ἐερσ-, εσσα, εν, δροσερός, πλήρης δρόσου, λωτὸν ἑρσήεντα Ἰλ. Ξ. 348˙ λειμὼν Ἀνθ. Π. 9. 668, κτλ˙ μεταφ. ἐπὶ πτώματος, οἷον ἐερσήεις κεῖται, δροσερός, Ἰλ. Ω. 419˙ νῦν δέ μοι ἑρσήεις καὶ πρόσφατος ἐν μεγάροισι κεῖσαι, περὶ τοῦ νεκροῦ σώματος τοῦ Ἕκτορος, αὐτόθι 757.
English (Autenrieth)
εσσα, ἐερσήεις (ϝέρση): dewy, fresh, Il. 14.348, Il. 24.419, 757.
Greek Monolingual
ἑρσήεις, -εσσα, -εν και επικ. τ. ἐερσήεις, -εσσα, -εν και δωρ. ἑρσάεις, -εσσα, -εν (Α) έρση
1. δροσερός, ολόδρομος («ἑρσήεις λειμών»)
2. (για πτώμα) αυτός που μόλις πέθανε, αυτός που δεν έχει υποστεί ακόμη σήψη, ο νωπός, ο πρόσφατος.
Greek Monotonic
ἑρσήεις: Επικ. ἐερσ-, -εσσα, -εν, δροσοσκέπαστος, δροσερός, σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφ., λέγεται για πτώμα, νέος, πρόσφατος, στο ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἑρσήεις: и ἐερσήεις, ήεσσα, ῆεν, gen. εντος
1) покрытый росой, росистый (λωτός Hom.; κύπειρος HH; λειμών Anth.);
2) словно умытый росой, т. е. свежий, не подвергшийся тлению (ἐ. καὶ πρόσφατος χεῖται Hom. - о теле убитого Гектора).
Middle Liddell
[from ἔρσα
dewy, dew-besprent, Il.: metaph. of a corpse, fresh, Il.