ἐώρα: Difference between revisions
Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1134.png Seite 1134]] ἡ, = [[αἰώρα]], die Schwebe, bei Soph. O. R. 1264, πλεκταῖς ἐώραις ἐμπεπλεγμένη, der Strick zum Erhenken; auch im plur., Ath. XIV, 618 f; vgl. Poll. 4, 55. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1134.png Seite 1134]] ἡ, = [[αἰώρα]], die Schwebe, bei Soph. O. R. 1264, πλεκταῖς ἐώραις ἐμπεπλεγμένη, der Strick zum Erhenken; auch im plur., Ath. XIV, 618 f; vgl. Poll. 4, 55. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br /><i>autre forme de</i> [[αἰώρα]], lacet. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐώρα''': ἡ, [[τύπος]] [[ἰσοδύναμος]] τῷ αἰώρα, ὃ ἴδε. ΙΙ. [[ἑορτή]] τις τῆς Ἠριγόνης [[ὡσαύτως]] καλουμένη καὶ ἀλῆτις, Ἀθήν. 618Ε· πρβλ. Ἑρμηνευτ. εἰς Πολυδ. Δ΄, 55, [[ἔνθα]] ἡ λ. γράφεται: αἰώρα. | |lstext='''ἐώρα''': ἡ, [[τύπος]] [[ἰσοδύναμος]] τῷ αἰώρα, ὃ ἴδε. ΙΙ. [[ἑορτή]] τις τῆς Ἠριγόνης [[ὡσαύτως]] καλουμένη καὶ ἀλῆτις, Ἀθήν. 618Ε· πρβλ. Ἑρμηνευτ. εἰς Πολυδ. Δ΄, 55, [[ἔνθα]] ἡ λ. γράφεται: αἰώρα. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 15:50, 2 October 2022
English (LSJ)
v. αἰώρα, cf. Ael.Dion.Fr.23: pl., of a festival in honour of Erigone, Arist.Fr.515 (αἰ- codd.). ἐωρέω, = αἰωρέω, prob. in S. OC1084 (lyr.), cf. Hsch., Dosith.p.431 K. ἐώρημα, = αἰώρημα, Sch.Ar.Pax77. ἐωρίζεται· μετεωρίζεται, ἀναπατεῖ, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1134] ἡ, = αἰώρα, die Schwebe, bei Soph. O. R. 1264, πλεκταῖς ἐώραις ἐμπεπλεγμένη, der Strick zum Erhenken; auch im plur., Ath. XIV, 618 f; vgl. Poll. 4, 55.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
autre forme de αἰώρα, lacet.
Greek (Liddell-Scott)
ἐώρα: ἡ, τύπος ἰσοδύναμος τῷ αἰώρα, ὃ ἴδε. ΙΙ. ἑορτή τις τῆς Ἠριγόνης ὡσαύτως καλουμένη καὶ ἀλῆτις, Ἀθήν. 618Ε· πρβλ. Ἑρμηνευτ. εἰς Πολυδ. Δ΄, 55, ἔνθα ἡ λ. γράφεται: αἰώρα.
Greek Monolingual
ἐώρα, ἡ (Α)
1. δ. γρφ. του αἰώρα
2. στον πληθ. αἱ ἑῶραι
γιορτή προς τιμήν της Ηριγόνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. εώρα αντί αιώρα με δημώδη μονοφθογγική προφορά του αιως ε-].
Greek Monotonic
ἐώρα: ἡ, ισοδ. τύπος του αἰώρα, αιώρα, κούνια, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἐώρα: ἡ (ср. αἰώρα) веревка: πλεκταῖς ἑώραις ἐμπεπλεγμένη Soph. (Иокаста), удавившаяся веревочной петлей.