ἐρίκλαυστος: Difference between revisions
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς, ὧν ἀριθμὸν ἐν νεκροῖς πλεῖστον δέδεκται Φερσέφασσ' ὀλωλότων. → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own, those many who have perished, and whom Persephone hath received among the dead. | Tomb, bridal-chamber, deep-dug eternal prison where I go to find my own, whom in the greatest numbers destruction has seized and Persephone has welcomed among the dead.
m (LSJ2 replacement) |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1029.png Seite 1029]] 1l sehr beweint, thränenreich, [[πόλεμος]] Opp. Hal. 2, 668, auch [[ἐρίκλαυτος]] geschrieben. – 2) sehr weinend, ἐρίκλαυτοι γονεῖς Paul. Sil. 82 (VII, 560). | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1029.png Seite 1029]] 1l sehr beweint, thränenreich, [[πόλεμος]] Opp. Hal. 2, 668, auch [[ἐρίκλαυτος]] geschrieben. – 2) sehr weinend, ἐρίκλαυτοι γονεῖς Paul. Sil. 82 (VII, 560). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />pleuré avec beaucoup de larmes.<br />'''Étymologie:''' ἐρι-, [[κλαίω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐρίκλαυστος''': καὶ -κλαυτος, ον, ὁ κλαίων πολύ, Ἀνθ. Π. 7. 560, Συλλλ. Ἐπιγρ. 400. 11. ΙΙ. Παθ. [[πολύκλαυστος]], [[πολυθρήνητος]], Ὀππ. Ἁλ. 2. 668. | |lstext='''ἐρίκλαυστος''': καὶ -κλαυτος, ον, ὁ κλαίων πολύ, Ἀνθ. Π. 7. 560, Συλλλ. Ἐπιγρ. 400. 11. ΙΙ. Παθ. [[πολύκλαυστος]], [[πολυθρήνητος]], Ὀππ. Ἁλ. 2. 668. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 15:50, 2 October 2022
English (LSJ)
v. ἐρίκλαυτος.
German (Pape)
[Seite 1029] 1l sehr beweint, thränenreich, πόλεμος Opp. Hal. 2, 668, auch ἐρίκλαυτος geschrieben. – 2) sehr weinend, ἐρίκλαυτοι γονεῖς Paul. Sil. 82 (VII, 560).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
pleuré avec beaucoup de larmes.
Étymologie: ἐρι-, κλαίω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρίκλαυστος: καὶ -κλαυτος, ον, ὁ κλαίων πολύ, Ἀνθ. Π. 7. 560, Συλλλ. Ἐπιγρ. 400. 11. ΙΙ. Παθ. πολύκλαυστος, πολυθρήνητος, Ὀππ. Ἁλ. 2. 668.
Greek Monolingual
ἐρίκλαυστος, -ον και ἐρίκλαυτος, -ον (Α)
1. αυτός που κλαίει πολύ
2. αυτός για τον οποίο κάποιος έχει κλάψει πολύ, ο πολύκλαυτος, ο πολυθρήνητος («ἐρίκλαυστος πόλεμος», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + κλαυστός (< κλαίω)].
Greek Monotonic
ἐρίκλαυστος: και -κλαυτος, -ον, αυτός που κλαίει πολύ, βροντερός, σε Ανθ.