ἔπουρος: Difference between revisions

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1011.png Seite 1011]] günstig wehend, [[αὔρα]] Soph. Tr. 950, Schol. [[οὔριος]] (nach Herm. von [[ὅρος]], nachbarlich, in der Nähe sich erhebend); τῷ ἀληθείας πνεύματι [[ἔπουρος]] ἀρθείς Clem. Al. paed. 1, 7, 54, mit gutem Winde.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1011.png Seite 1011]] günstig wehend, [[αὔρα]] Soph. Tr. 950, Schol. [[οὔριος]] (nach Herm. von [[ὅρος]], nachbarlich, in der Nähe sich erhebend); τῷ ἀληθείας πνεύματι [[ἔπουρος]] ἀρθείς Clem. Al. paed. 1, 7, 54, mit gutem Winde.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui souffle favorablement.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[οὖρος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔπουρος''': -ον, πνέων εὐνοϊκῶς, [[αὔρα]] Σοφ. Τρ. 954. ΙΙ. μεταφ., ὑποβοηθούμενος, ὠθούμενος, πνεύματι ἀληθείας Κλήμ. Ἀλ. 130· πρβλ. ἄπουρος. ― Καθ’ Ἡσύχ. «[[ἔπουρος]]· [[εἶδος]] ἰχθύος».
|lstext='''ἔπουρος''': -ον, πνέων εὐνοϊκῶς, [[αὔρα]] Σοφ. Τρ. 954. ΙΙ. μεταφ., ὑποβοηθούμενος, ὠθούμενος, πνεύματι ἀληθείας Κλήμ. Ἀλ. 130· πρβλ. ἄπουρος. ― Καθ’ Ἡσύχ. «[[ἔπουρος]]· [[εἶδος]] ἰχθύος».
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui souffle favorablement.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[οὖρος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 17:07, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔπουρος Medium diacritics: ἔπουρος Low diacritics: έπουρος Capitals: ΕΠΟΥΡΟΣ
Transliteration A: épouros Transliteration B: epouros Transliteration C: epouros Beta Code: e)/pouros

English (LSJ)

ον, A blowing favourably, αὔρα S.Tr.954 (lyr.). II a kind of fish, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1011] günstig wehend, αὔρα Soph. Tr. 950, Schol. οὔριος (nach Herm. von ὅρος, nachbarlich, in der Nähe sich erhebend); τῷ ἀληθείας πνεύματι ἔπουρος ἀρθείς Clem. Al. paed. 1, 7, 54, mit gutem Winde.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui souffle favorablement.
Étymologie: ἐπί, οὖρος.

Greek (Liddell-Scott)

ἔπουρος: -ον, πνέων εὐνοϊκῶς, αὔρα Σοφ. Τρ. 954. ΙΙ. μεταφ., ὑποβοηθούμενος, ὠθούμενος, πνεύματι ἀληθείας Κλήμ. Ἀλ. 130· πρβλ. ἄπουρος. ― Καθ’ Ἡσύχ. «ἔπουρος· εἶδος ἰχθύος».

Greek Monolingual

ἔπουρος, -ον (Α)
1. (για άνεμο) αυτός που πνέει ευνοϊκά («εἴθ’ ἀνεμόεσσά τις γένοιτ’ ἔπουρος αὔρα», Σοφ.)
2. αυτός που υποβοηθείται («τῷ ἀληθείας πνεύματι ἔπουρος ἀρθείς», Κλήμ. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ούρος «ευνοϊκός άνεμος» (βλ. λ. ούρος Ι)].

Greek Monotonic

ἔπουρος: -ον, αυτός που πνέει ευνοϊκά, ούριος, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἔπουρος: попутный (αὔρα Soph.).

Middle Liddell

ἔπ-ουρος, ον
blowing favourably, Soph.