ἱερόχθων: Difference between revisions
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1243.png Seite 1243]] ονος, [[βῶλος]], eine Scholle von heiliger Erde, Herod. Attic. in der Anth. (App. 50, 27). | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1243.png Seite 1243]] ονος, [[βῶλος]], eine Scholle von heiliger Erde, Herod. Attic. in der Anth. (App. 50, 27). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />qui appartient à une terre sacrée.<br />'''Étymologie:''' [[ἱερός]], [[χθών]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἱερόχθων''': ποιητ. ἱρ-, ὁ, ἡ, ὁ ἐξ ἱερᾶς γῆς, οὐ [[θέμις]] ἀμφὶ νέκυσσι βαλεῖν ἱερόχθονα βῶλον Ἀνθ. Π. παράρτ. 50. 27. | |lstext='''ἱερόχθων''': ποιητ. ἱρ-, ὁ, ἡ, ὁ ἐξ ἱερᾶς γῆς, οὐ [[θέμις]] ἀμφὶ νέκυσσι βαλεῖν ἱερόχθονα βῶλον Ἀνθ. Π. παράρτ. 50. 27. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 17:40, 2 October 2022
English (LSJ)
poet. ἱρόχθων, ὁ, ἡ, gen. ονος, of hallowed soil, of sacred earth, βῶλος IG14.1389ii27.
German (Pape)
[Seite 1243] ονος, βῶλος, eine Scholle von heiliger Erde, Herod. Attic. in der Anth. (App. 50, 27).
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
qui appartient à une terre sacrée.
Étymologie: ἱερός, χθών.
Greek (Liddell-Scott)
ἱερόχθων: ποιητ. ἱρ-, ὁ, ἡ, ὁ ἐξ ἱερᾶς γῆς, οὐ θέμις ἀμφὶ νέκυσσι βαλεῖν ἱερόχθονα βῶλον Ἀνθ. Π. παράρτ. 50. 27.
Greek Monolingual
ἱερόχθων και ποιητ. τ. ἱρόχθων, ὁ, ἡ (Α)
επιγρ. αυτός που προέρχεται ή κατάγεται από ιερή γη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -χθων (< χθων, χθονός), πρβλ. αυτόχθων, ιππόχθων].
Greek Monotonic
ἱερόχθων: ποιητ. ἱρ-, ὁ, ἡ, αυτός που προέρχεται από την ιερή γη, έδαφος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἱερόχθων: ονος adj. принадлежащий к священной земле, т. е. священный (βῶλος Anth.).