ὀξυόεις: Difference between revisions

From LSJ

χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → when a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him | when good men are being dragged down, anyone with worthy credentials must feel their pain | when the noble are afflicted, those who all their lives have been deemed loyal must mourn

Source
m (LSJ2 replacement)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0353.png Seite 353]] εσσα, εν, bei Hom. Beiwort von [[ἔγχος]], bes. Il., [[δόρυ]] 14, 443; gew. von [[ὀξύα]] abgeleitet, = [[ὀξύϊνος]], aus Buchenholz gemacht, buchen, nach Apion aber poet. = [[ὀξύς]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0353.png Seite 353]] εσσα, εν, bei Hom. Beiwort von [[ἔγχος]], bes. Il., [[δόρυ]] 14, 443; gew. von [[ὀξύα]] abgeleitet, = [[ὀξύϊνος]], aus Buchenholz gemacht, buchen, nach Apion aber poet. = [[ὀξύς]].
}}
{{bailly
|btext=όεσσα, όεν;<br />aigu, pointu ([[ὀξύς]]) ; <i>ou plutôt</i> en bois de hêtre ([[ὀξύα]]).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀξυόεις''': εσσα, εν, (ὀξὺς) ὁ ἀπολήγων εἰς ὀξὺ (πρβλ. [[μελιτόεις]], [[λωτόεις]])· ἔγχεα ὀξυόεντα Ε. 568, κτλ.· δουρὶ [[μετάλμενος]] ὀξυόεντι Ξ. 443· ― παρ’ ἄλλων ἑρμηνεύεται ὡς = [[ὀξύϊνος]] (ἐκ τοῦ [[ὀξύα]]), Εὐστ. 1951. 2, Ἡσύχ.
|lstext='''ὀξυόεις''': εσσα, εν, (ὀξὺς) ὁ ἀπολήγων εἰς ὀξὺ (πρβλ. [[μελιτόεις]], [[λωτόεις]])· ἔγχεα ὀξυόεντα Ε. 568, κτλ.· δουρὶ [[μετάλμενος]] ὀξυόεντι Ξ. 443· ― παρ’ ἄλλων ἑρμηνεύεται ὡς = [[ὀξύϊνος]] (ἐκ τοῦ [[ὀξύα]]), Εὐστ. 1951. 2, Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=όεσσα, όεν;<br />aigu, pointu ([[ὀξύς]]) ; <i>ou plutôt</i> en bois de hêtre ([[ὀξύα]]).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 17:45, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξυόεις Medium diacritics: ὀξυόεις Low diacritics: οξυόεις Capitals: ΟΞΥΟΕΙΣ
Transliteration A: oxyóeis Transliteration B: oxyoeis Transliteration C: oksyoeis Beta Code: o)cuo/eis

English (LSJ)

εσσα, εν, (ὀξύη) with beechen shaft, beechen, ἔγχεα ὀξυόεντα Il. 5.568, cf. 50, etc.; δουρὶ μετάλμενος ὀξυόεντι 14.443, cf. Eust. 1951.2, Hsch.; the deriv. from ὀξύς is less probable.

German (Pape)

[Seite 353] εσσα, εν, bei Hom. Beiwort von ἔγχος, bes. Il., δόρυ 14, 443; gew. von ὀξύα abgeleitet, = ὀξύϊνος, aus Buchenholz gemacht, buchen, nach Apion aber poet. = ὀξύς.

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
aigu, pointu (ὀξύς) ; ou plutôt en bois de hêtre (ὀξύα).

Greek (Liddell-Scott)

ὀξυόεις: εσσα, εν, (ὀξὺς) ὁ ἀπολήγων εἰς ὀξὺ (πρβλ. μελιτόεις, λωτόεις)· ἔγχεα ὀξυόεντα Ε. 568, κτλ.· δουρὶ μετάλμενος ὀξυόεντι Ξ. 443· ― παρ’ ἄλλων ἑρμηνεύεται ὡς = ὀξύϊνος (ἐκ τοῦ ὀξύα), Εὐστ. 1951. 2, Ἡσύχ.

English (Autenrieth)

-εσσα, εν: sharp-pointed.

Greek Monolingual

ὀξυόεις, -εσσα, -εν (Α)
κατασκευασμένος από ξύλο οξιάς, οξένιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀξύα + κατάλ. -όεις].

Greek Monotonic

ὀξυόεις: -εσσα, -εν (ὀξύς), αυτός που έχει αιχμηρό άκρο, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ὀξυόεις: όεσσα, όεν ὀξύς заостренный, острый, по по друг. ὀξύη буковый (δόρυ, ἔγχος Hom.).

Middle Liddell

ὀξυόεις, εσσα, εν ὀξύς
sharp-pointed, Il.