ὀφιόπους: Difference between revisions

From LSJ

ἠ πρὸς Τιμόθεον α' ἐπιστολή· Τιμοθέῳ ἑταίρῳ Παῦλος διελέξατο ταῦτα → First epistle to Timothy: Paul discussed these things with his colleague Timothy

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0426.png Seite 426]] ποδος, schlangenfüßig, Luc. Philops. 22.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0426.png Seite 426]] ποδος, schlangenfüßig, Luc. Philops. 22.
}}
{{bailly
|btext=ὀφιόποδος<br />aux pieds en forme de serpent.<br />'''Étymologie:''' [[ὄφις]], [[πούς]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀφιόπους''': -ποδος, ἐπὶ γυναικομόρφου φάσματος ἢ τῆς Ἑκάτης, ἡ ἔχουσα ἀντὶ ποδῶν ὄφεις, Λουκ. Φιλοψ. 22. - [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «[[ὀφιόπους]] [[γυνή]], ἕρπουσα».
|lstext='''ὀφιόπους''': -ποδος, ἐπὶ γυναικομόρφου φάσματος ἢ τῆς Ἑκάτης, ἡ ἔχουσα ἀντὶ ποδῶν ὄφεις, Λουκ. Φιλοψ. 22. - [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «[[ὀφιόπους]] [[γυνή]], ἕρπουσα».
}}
{{bailly
|btext=ὀφιόποδος<br />aux pieds en forme de serpent.<br />'''Étymologie:''' [[ὄφις]], [[πούς]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 17:50, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀφῐόπους Medium diacritics: ὀφιόπους Low diacritics: οφιόπους Capitals: ΟΦΙΟΠΟΥΣ
Transliteration A: ophiópous Transliteration B: ophiopous Transliteration C: ofiopous Beta Code: o)fio/pous

English (LSJ)

ποδος, ὁ, ἡ, with serpents for legs, Luc.Philops.22, Suid.

German (Pape)

[Seite 426] ποδος, schlangenfüßig, Luc. Philops. 22.

French (Bailly abrégé)

ὀφιόποδος
aux pieds en forme de serpent.
Étymologie: ὄφις, πούς.

Greek (Liddell-Scott)

ὀφιόπους: -ποδος, ἐπὶ γυναικομόρφου φάσματος ἢ τῆς Ἑκάτης, ἡ ἔχουσα ἀντὶ ποδῶν ὄφεις, Λουκ. Φιλοψ. 22. - Κατὰ Σουΐδ.: «ὀφιόπους γυνή, ἕρπουσα».

Greek Monolingual

ὀφιόπους, -οδος, ὁ, ἡ (Α)
(για γυναικόμορφο φάντασμα) αυτός που έχει οφιοειδή πόδια ή που αντί για πόδια έχει φίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄφις, -ιος + πους].

Greek Monotonic

ὀφιόπους: -ποδος, αυτός που έχει φίδια στη θέση των ποδιών, λέγεται για την Εκάτη, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ὀφιόπους: 2, gen. ποδος змееногий (γυνή Luc.).

Middle Liddell

ὀφιό-πους,
with serpents for legs, Luc.