ὀψία: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0432.png Seite 432]] ἡ, die Späte, der Abend, eigentlich fem. von [[ὄψιος]] (w. m. vgl.), sc. ὥρα, N. T. u. a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0432.png Seite 432]] ἡ, die Späte, der Abend, eigentlich fem. von [[ὄψιος]] (w. m. vgl.), sc. ὥρα, N. T. u. a. Sp.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><i>s.e.</i> [[ὥρα]];<br />dernière partie du jour, soir.<br />'''Étymologie:''' [[ὄψιος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀψία''': Ἰων. -ίη (ἐξυπ. ὥρα), ἡ, τὸ πρὸς τὴν ἑσπέραν [[μέρος]] τῆς ἡμέρας, [[ἑσπέρα]], ἀντίθ. τῷ [[ὄρθρος]], [[συχνάκις]] συνάπτεται μετὰ τοῦ [[δείλη]] (ὃ ἴδε), [[δείλη]] ἦν [[ὀψία]] Ἡρόδ. 7. 167· περὶ δείλην ὀψίαν Θουκ. 8. 26· δείλης ὀψίας, «ἀργὰ τὸ βράδυ», Δημ. 1301. ἐν τέλ. πρβλ. [[ὄψιος]].
|lstext='''ὀψία''': Ἰων. -ίη (ἐξυπ. ὥρα), ἡ, τὸ πρὸς τὴν ἑσπέραν [[μέρος]] τῆς ἡμέρας, [[ἑσπέρα]], ἀντίθ. τῷ [[ὄρθρος]], [[συχνάκις]] συνάπτεται μετὰ τοῦ [[δείλη]] (ὃ ἴδε), [[δείλη]] ἦν [[ὀψία]] Ἡρόδ. 7. 167· περὶ δείλην ὀψίαν Θουκ. 8. 26· δείλης ὀψίας, «ἀργὰ τὸ βράδυ», Δημ. 1301. ἐν τέλ. πρβλ. [[ὄψιος]].
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><i>s.e.</i> [[ὥρα]];<br />dernière partie du jour, soir.<br />'''Étymologie:''' [[ὄψιος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 17:50, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀψία Medium diacritics: ὀψία Low diacritics: οψία Capitals: ΟΨΙΑ
Transliteration A: opsía Transliteration B: opsia Transliteration C: opsia Beta Code: o)yi/a

English (LSJ)

Ion. -ιη (sc. ὥρα), ἡ, the latter part of day, evening, opp. ὄρθρος, freq. joined with δείλη (q.v.), μέχρι δείλης ὀψίης Hdt.7.167; περὶ δείλην ὀ. Th.8.26; δείλης ὀ. late in the evening, D.57.9; ὀψίας alone, POxy.528.5 (ii A. D.).—Cf. ὄψιος.

German (Pape)

[Seite 432] ἡ, die Späte, der Abend, eigentlich fem. von ὄψιος (w. m. vgl.), sc. ὥρα, N. T. u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
s.e. ὥρα;
dernière partie du jour, soir.
Étymologie: ὄψιος.

Greek (Liddell-Scott)

ὀψία: Ἰων. -ίη (ἐξυπ. ὥρα), ἡ, τὸ πρὸς τὴν ἑσπέραν μέρος τῆς ἡμέρας, ἑσπέρα, ἀντίθ. τῷ ὄρθρος, συχνάκις συνάπτεται μετὰ τοῦ δείλη (ὃ ἴδε), δείλη ἦν ὀψία Ἡρόδ. 7. 167· περὶ δείλην ὀψίαν Θουκ. 8. 26· δείλης ὀψίας, «ἀργὰ τὸ βράδυ», Δημ. 1301. ἐν τέλ. πρβλ. ὄψιος.

Greek Monolingual

ὀψία και ιων. τ. ὀψίη, η (Α)
βλ. όψιος.

Greek Monotonic

ὀψία: Ιων. -ίη (ενν. ὥρα), το ύστερο τμήμα της ημέρας, το απόγευμα, σε αντίθ. προς το ὄρθρος, που συχνά επίσης συνάπτεται με το δείλη· δείλη ἦν ὀψίη, σε Ηρόδ.· περὶ δείλην ὀψίαν, σε Θουκ.· δείλης ὀψίας, αργά το απόγευμα, σε Δημ. πρβλ. δείλη.

Russian (Dvoretsky)

ὀψία: ἡ (sc. ὥρα) поздний час, вечер NT.

Middle Liddell

[ὀψέ]
ὀψία (sc. ὥρα) the latter part of day, evening, opp. to ὄρθρος, often also joined with δείλη, δείλη ἦν ὀψίη Hdt.; περὶ δείλην ὀψίαν Thuc.; δείλης ὀψίας late in the evening, Dem. Cf. δείλη.

Chinese

原文音譯:Ôyioj 哦普西哦士
詞類次數:形容詞(15)
原文字根:預備
字義溯源:晚上,晚;源自(ὀψέ)=日暮);而 (ὀψέ)出自(ὀπίσω / τοὐπισω)=到後面), (ὀπίσω / τοὐπισω)出自(ὄπισθεν)=後頭), (ὄπισθεν)出自(ὀπή)X*=注意), (ὀπή)X出自(ὀπτάνομαι)*=注視)。比較: (ἑσπέρα)=黃昏
出現次數:總共(15);太(7);可(6);約(2)
譯字彙編
1) 晚上(9) 太8:16; 太20:8; 太26:20; 太27:57; 可4:35; 可6:47; 可14:17; 可15:42; 約20:19;
2) 晚(5) 太14:15; 太14:23; 太16:2; 可1:32; 約6:16;
3) 晚了(1) 可11:11