ὑποκλύζω: Difference between revisions

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) (\([\p{Cyrillic}\s]+\)) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3, $4, $5")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1220.png Seite 1220]] von unten ausspülen, reinigen, τὸ [[σῶμα]], durch ein Klystier reinigen, Plut. u. Medic. – Übertr., ψυχῆς [[πάντοθεν]] ὑποκλυζομένης, überschwemmen, Luc. Nigr. 16.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1220.png Seite 1220]] von unten ausspülen, reinigen, τὸ [[σῶμα]], durch ein Klystier reinigen, Plut. u. Medic. – Übertr., ψυχῆς [[πάντοθεν]] ὑποκλυζομένης, überschwemmen, Luc. Nigr. 16.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> laver en dessous <i>ou</i> par le bas;<br /><b>2</b> submerger, inonder.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[κλύζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑποκλύζω''': μέλλ. -ύσω, [[κλύζω]], [[πλύνω]], [[καθαρίζω]] [[κάτωθεν]], Ἀνθ. Παλατ. 9. 668˙ τὸ [[σῶμα]] ὑποκαθαίρειν καὶ ὑποκλύζειν, καθαρίζειν τὸ [[σῶμα]] διὰ κλύσματος [[κάτωθεν]], Πλούτ. 2. 127C˙Ϗ τὴν κοιλίην Ἀρετ. Ὀξέων Νούσ. Θεραπ. 1. 2˙ ὑπ. τὴν πόλιν, ὑποσκάπτειν αὐτήν, ὑπονομεύειν, Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 15. 9, 6. ΙΙ . Παθ., κατακλύζομαι, βυθίζομαι, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 533˙ μεταφ., ἐν Λουκ. Νιγρ. 10 «παρασύρεται τῆς ψυχῆς ὑποκλυζομένης [[πάντοθεν]], αἰδὼς καὶ ἀρετή».
|lstext='''ὑποκλύζω''': μέλλ. -ύσω, [[κλύζω]], [[πλύνω]], [[καθαρίζω]] [[κάτωθεν]], Ἀνθ. Παλατ. 9. 668˙ τὸ [[σῶμα]] ὑποκαθαίρειν καὶ ὑποκλύζειν, καθαρίζειν τὸ [[σῶμα]] διὰ κλύσματος [[κάτωθεν]], Πλούτ. 2. 127C˙Ϗ τὴν κοιλίην Ἀρετ. Ὀξέων Νούσ. Θεραπ. 1. 2˙ ὑπ. τὴν πόλιν, ὑποσκάπτειν αὐτήν, ὑπονομεύειν, Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 15. 9, 6. ΙΙ . Παθ., κατακλύζομαι, βυθίζομαι, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 533˙ μεταφ., ἐν Λουκ. Νιγρ. 10 «παρασύρεται τῆς ψυχῆς ὑποκλυζομένης [[πάντοθεν]], αἰδὼς καὶ ἀρετή».
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> laver en dessous <i>ou</i> par le bas;<br /><b>2</b> submerger, inonder.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[κλύζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 18:20, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποκλύζω Medium diacritics: ὑποκλύζω Low diacritics: υποκλύζω Capitals: ΥΠΟΚΛΥΖΩ
Transliteration A: hypoklýzō Transliteration B: hypoklyzō Transliteration C: ypoklyzo Beta Code: u(poklu/zw

English (LSJ)

A wash from below, πόντος ὑ. χθονὸς ἕδρανα AP9.663 (Paul. Sil.); ὑ. τὸ σῶμα purge the body by a clyster, Plu.2.127c, cf. Hp.Morb.2.40; τὴν κοιλίην Aret.CA1.2; ὑ. τὴν πόλιν flush it, J.AJ 15.9.6. II Pass., to be submerged, A.R.1.533 (s.v.l.): metaph., to be flooded with mischief, Luc.Nigr.16.

German (Pape)

[Seite 1220] von unten ausspülen, reinigen, τὸ σῶμα, durch ein Klystier reinigen, Plut. u. Medic. – Übertr., ψυχῆς πάντοθεν ὑποκλυζομένης, überschwemmen, Luc. Nigr. 16.

French (Bailly abrégé)

1 laver en dessous ou par le bas;
2 submerger, inonder.
Étymologie: ὑπό, κλύζω.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποκλύζω: μέλλ. -ύσω, κλύζω, πλύνω, καθαρίζω κάτωθεν, Ἀνθ. Παλατ. 9. 668˙ τὸ σῶμα ὑποκαθαίρειν καὶ ὑποκλύζειν, καθαρίζειν τὸ σῶμα διὰ κλύσματος κάτωθεν, Πλούτ. 2. 127C˙Ϗ τὴν κοιλίην Ἀρετ. Ὀξέων Νούσ. Θεραπ. 1. 2˙ ὑπ. τὴν πόλιν, ὑποσκάπτειν αὐτήν, ὑπονομεύειν, Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 15. 9, 6. ΙΙ . Παθ., κατακλύζομαι, βυθίζομαι, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 533˙ μεταφ., ἐν Λουκ. Νιγρ. 10 «παρασύρεται τῆς ψυχῆς ὑποκλυζομένης πάντοθεν, αἰδὼς καὶ ἀρετή».

Greek Monolingual

ὑποκλύζω ΝΜΑ
κάνω κλύσμα, καθαρίζω τον εντερικό σωλήνα με κλύσμα («τὴν κοιλίην ὑποκλύζειν», Αρέτ.)
μσν.-αρχ.
πλημμυρίζω, ξεχειλίζωπόντος ὑποκλύζει χθονὸς ἕδρανα», Παύλ. Σιλ.)
αρχ.
1. (με αιτ.) υποσκάπτω, υπονομεύω («τὴν σύμπασαν ὑποκλύζειν πόλιν», Ιώσ.)
2. παθ. ὑποκλυζομαι
κατακλύζομαι, βυθίζομαι («παρασύρεται τῆς ψυχῆς ὑποκλυζομένης πάντοθεν αἰδὼς καὶ ἀρετή», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + κλύζω «πλημμυρίζω, ξεπλένω με νερό»].

Greek Monotonic

ὑποκλύζω: μέλ. -ύσω, καθαρίζω από το κάτω μέρος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ὑποκλύζω:
1) (о море), подмывать, размывать, (χθονὸς ἕδρανα Anth.);
2) мед. промывать (τὸ σῶμα Plut.);
3) перен. наводнять, захлестывать (sc. τὴν ψυχήν Luc.).

Middle Liddell

fut. ύσω
to wash from below, Anth.