Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

βατταρίζω: Difference between revisions

From LSJ

Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist

Menander, Monostichoi, 373
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=bredouiller, dire des niaiseries.<br />'''Étymologie:''' [[βάτταλος]].
|btext=bredouiller, dire des niaiseries.<br />'''Étymologie:''' [[βάτταλος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''βαττᾰρίζω''': λέξ. ὠνοματοπ., [[ψελλίζω]], [[τραυλίζω]], Ἱππῶν. 108, Λουκ. Δι. Τραγ. 27, πρβλ. Κικ. π. Ἀττ. 6. 5. Ἐντεῦθεν βατταρισμός, ὁ, ἄναρθρα λέγειν, [[ἄναρθρος]] καὶ [[ἀδιανόητος]] [[ὁμιλία]], τραύλισμα· καί, βατταριστής, οῦ, ὁ, ὁ τραυλίζων, Ἡσύχ.
|elnltext=[[βατταρίζω]], onomat., stotteren.
}}
{{grml
|mltxt=(AM [[βατταρίζω]])<br />[[τραυλίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />περιφέρομαι άσκοπα εδώ κι [[εκεί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ηχομιμητική [[λέξη]] ([[πρβλ]]. διπλό -<i>ττ</i>-), που θεωρείται ότι ανάγεται σε <i>bata</i>-, ονοματοποιημένο [[στοιχείο]] που εκφράζει παιδικό [[τραύλισμα]] ή [[έκπληξη]] ([[πρβλ]]. και λ. [[βαττολογώ]]). Το [[βατταρίζω]] συσχετίστηκε με το [[βάτταλος]], με [[σύγχυση]] της προφοράς των -<i>λ</i>- και -<i>ρ</i>-. Εξάλλου συγκρίσιμοι [[προς]] το [[βατταρίζω]] τύποι απαντούν και σε άλλες ινδοευρ, γλώσσες ([[πρβλ]]. λατ. <i>balbus</i> «[[τραυλός]]», <i>butubatta</i> «ασήμαντα πράγματα»), ενώ το μτγν. λατ. <i>bat</i>(<i>t</i>)<i>ulus</i> «[[βραδύγλωσσος]]» [[πρέπει]] να αποτελεί [[δάνειο]] από την Ελληνική].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βαττᾰρίζω:''' ([[βάττος]]), [[ψελλίζω]], [[τραυλίζω]], σε Λουκ.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 37: Line 31:
|mdlsjtxt=[[βάττος]]<br />to [[stutter]], Luc.
|mdlsjtxt=[[βάττος]]<br />to [[stutter]], Luc.
}}
}}
{{elnl
{{grml
|elnltext=[[βατταρίζω]], onomat., stotteren.
|mltxt=(AM [[βατταρίζω]])<br />[[τραυλίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />περιφέρομαι άσκοπα εδώ κι [[εκεί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ηχομιμητική [[λέξη]] ([[πρβλ]]. διπλό -<i>ττ</i>-), που θεωρείται ότι ανάγεται σε <i>bata</i>-, ονοματοποιημένο [[στοιχείο]] που εκφράζει παιδικό [[τραύλισμα]] ή [[έκπληξη]] ([[πρβλ]]. και λ. [[βαττολογώ]]). Το [[βατταρίζω]] συσχετίστηκε με το [[βάτταλος]], με [[σύγχυση]] της προφοράς των -<i>λ</i>- και -<i>ρ</i>-. Εξάλλου συγκρίσιμοι [[προς]] το [[βατταρίζω]] τύποι απαντούν και σε άλλες ινδοευρ, γλώσσες ([[πρβλ]]. λατ. <i>balbus</i> «[[τραυλός]]», <i>butubatta</i> «ασήμαντα πράγματα»), ενώ το μτγν. λατ. <i>bat</i>(<i>t</i>)<i>ulus</i> «[[βραδύγλωσσος]]» [[πρέπει]] να αποτελεί [[δάνειο]] από την Ελληνική].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βαττᾰρίζω:''' ([[βάττος]]), [[ψελλίζω]], [[τραυλίζω]], σε Λουκ.
}}
{{ls
|lstext='''βαττᾰρίζω''': λέξ. ὠνοματοπ., [[ψελλίζω]], [[τραυλίζω]], Ἱππῶν. 108, Λουκ. Δι. Τραγ. 27, πρβλ. Κικ. π. Ἀττ. 6. 5. Ἐντεῦθεν βατταρισμός, ὁ, ἄναρθρα λέγειν, [[ἄναρθρος]] καὶ [[ἀδιανόητος]] [[ὁμιλία]], τραύλισμα· καί, βατταριστής, οῦ, ὁ, ὁ τραυλίζων, Ἡσύχ.
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''βατταρίζω''': {battarízō}<br />'''Grammar''': v.<br />'''Meaning''': Bez. eines Sprechfehlers, etwa [[poltern]], [[brudeln]] (Holst Symb. Oslo. 4, 11; vgl. βατταρισμοῖς· φλυαρίαις H.; vereinzelt bei Hippon., Pl. [''Tht''. 175d?], Cic., Luk.).<br />'''Derivative''': Davon [[βατταρισμός]] (Phld., Porph., H.), [[βατταριστής]] H. Daneben Βάτταρος (Herod.).<br />'''Etymology''': Eine ähnliche Bildung ist [[βαττολογέω]] [[plappern]] (''Ev''. ''Matt''. 6, 7, Simp.) mit [[βαττολογία]]· [[ἀργολογία]], [[ἀκαιρολογία]] H., vgl. noch den EN [[Βάττος]] (Hdt. 4, 155), nach einer Tradition = [[ἰσχόφωνος]] καὶ [[τραυλός]]. S. auch [[βάταλος]]. Onomatopoetische Wörter; vgl. z. B. lat. ''butubatta''; zu [[βαττολογέω]] bes. Blaß-Debrunner<sup>7</sup> Anh. par. 40 m. Lit.<br />'''Page''' 1,227
|ftr='''βατταρίζω''': {battarízō}<br />'''Grammar''': v.<br />'''Meaning''': Bez. eines Sprechfehlers, etwa [[poltern]], [[brudeln]] (Holst Symb. Oslo. 4, 11; vgl. βατταρισμοῖς· φλυαρίαις H.; vereinzelt bei Hippon., Pl. [''Tht''. 175d?], Cic., Luk.).<br />'''Derivative''': Davon [[βατταρισμός]] (Phld., Porph., H.), [[βατταριστής]] H. Daneben Βάτταρος (Herod.).<br />'''Etymology''': Eine ähnliche Bildung ist [[βαττολογέω]] [[plappern]] (''Ev''. ''Matt''. 6, 7, Simp.) mit [[βαττολογία]]· [[ἀργολογία]], [[ἀκαιρολογία]] H., vgl. noch den EN [[Βάττος]] (Hdt. 4, 155), nach einer Tradition = [[ἰσχόφωνος]] καὶ [[τραυλός]]. S. auch [[βάταλος]]. Onomatopoetische Wörter; vgl. z. B. lat. ''butubatta''; zu [[βαττολογέω]] bes. Blaß-Debrunner<sup>7</sup> Anh. par. 40 m. Lit.<br />'''Page''' 1,227
}}
}}

Revision as of 19:55, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βαττᾰρίζω Medium diacritics: βατταρίζω Low diacritics: βατταρίζω Capitals: ΒΑΤΤΑΡΙΖΩ
Transliteration A: battarízō Transliteration B: battarizō Transliteration C: vattarizo Beta Code: battari/zw

English (LSJ)

onomatop. word, stammer, Hippon.108, Pl.Tht.175d (prob.l.), Cic.Att.6.5.1, Luc.JTr.27.

Spanish (DGE)

balbucear, balbucir Hippon.155, Pl.Tht.175d, Cic.Att.119.1, βατταρίζων καὶ ταραττόμενος Luc.ITr.27, βατταρίζων ὥσπερ τὰ παιδία Porph.Hist.Phil.11, cf. D.Chr.11.27, Them.Or.21.252c, Cyr.Al.M.76.1012B, Hsch.
• Etimología: Prob. de origen imitativo, quizá rel. c. βάταλος q.u.

German (Pape)

[Seite 439] stottern, stammeln, übh. B. A. 30 ἄσημα καὶ ἀδιάρθρωτα διαλέγεσθαι Hipponax bei B. A. 85 u. Sp., z. B. Luc. lup. Trag. 27; vgl. Cic. Att. 6, 5. Die Ableitung von einem stotternden Könige Battus von Cyrene, Her. 4, 155, ist falsch; das Wort ist onomatopoetisch.

French (Bailly abrégé)

bredouiller, dire des niaiseries.
Étymologie: βάτταλος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βατταρίζω, onomat., stotteren.

Russian (Dvoretsky)

βαττᾰρίζω: быть косноязычным, заикаться Luc.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: a speech-defect, perhaps stammer (Hippon.). Cf. Holst Symb. Oslo. 4, 11; cf. βατταρισμοῖς φλυαρίαις and Βάττος ... τρυλόφωνος, ἰσχνόφωνος. H.
Derivatives: βατταρισμός (Phld.). Cf. Βάτταρος (Herod.).
Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations]
Etymology: Comparable is βαττολογέω stammer (Ev. Matt. 6, 7, Simp.) with βαττολογία ἀργολογία, ἀκαιρολογία H. Cf. the PN Βάττος (Hdt. 4, 155). S. also βάταλος. Onomatopoet.?; cf. Lat. butubatta; on βαττολογέω esp. Blaß-Debrunner Gramm. neutest. Gr.7 Anh. par. 40. Pok. 95.

Middle Liddell

βάττος
to stutter, Luc.

Greek Monolingual

(AM βατταρίζω)
τραυλίζω
νεοελλ.
περιφέρομαι άσκοπα εδώ κι εκεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λέξη (πρβλ. διπλό -ττ-), που θεωρείται ότι ανάγεται σε bata-, ονοματοποιημένο στοιχείο που εκφράζει παιδικό τραύλισμα ή έκπληξη (πρβλ. και λ. βαττολογώ). Το βατταρίζω συσχετίστηκε με το βάτταλος, με σύγχυση της προφοράς των -λ- και -ρ-. Εξάλλου συγκρίσιμοι προς το βατταρίζω τύποι απαντούν και σε άλλες ινδοευρ, γλώσσες (πρβλ. λατ. balbus «τραυλός», butubatta «ασήμαντα πράγματα»), ενώ το μτγν. λατ. bat(t)ulus «βραδύγλωσσος» πρέπει να αποτελεί δάνειο από την Ελληνική].

Greek Monotonic

βαττᾰρίζω: (βάττος), ψελλίζω, τραυλίζω, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

βαττᾰρίζω: λέξ. ὠνοματοπ., ψελλίζω, τραυλίζω, Ἱππῶν. 108, Λουκ. Δι. Τραγ. 27, πρβλ. Κικ. π. Ἀττ. 6. 5. Ἐντεῦθεν βατταρισμός, ὁ, ἄναρθρα λέγειν, ἄναρθρος καὶ ἀδιανόητος ὁμιλία, τραύλισμα· καί, βατταριστής, οῦ, ὁ, ὁ τραυλίζων, Ἡσύχ.

Frisk Etymology German

βατταρίζω: {battarízō}
Grammar: v.
Meaning: Bez. eines Sprechfehlers, etwa poltern, brudeln (Holst Symb. Oslo. 4, 11; vgl. βατταρισμοῖς· φλυαρίαις H.; vereinzelt bei Hippon., Pl. [Tht. 175d?], Cic., Luk.).
Derivative: Davon βατταρισμός (Phld., Porph., H.), βατταριστής H. Daneben Βάτταρος (Herod.).
Etymology: Eine ähnliche Bildung ist βαττολογέω plappern (Ev. Matt. 6, 7, Simp.) mit βαττολογία· ἀργολογία, ἀκαιρολογία H., vgl. noch den EN Βάττος (Hdt. 4, 155), nach einer Tradition = ἰσχόφωνος καὶ τραυλός. S. auch βάταλος. Onomatopoetische Wörter; vgl. z. B. lat. butubatta; zu βαττολογέω bes. Blaß-Debrunner7 Anh. par. 40 m. Lit.
Page 1,227