γαστριμαργία: Difference between revisions

From LSJ

ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=ας (ἡ) :<br />gloutonnerie.<br />'''Étymologie:''' [[γαστήρ]], [[μάργος]].
|btext=ας (ἡ) :<br />gloutonnerie.<br />'''Étymologie:''' [[γαστήρ]], [[μάργος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''γαστρῐμαργία''': ἡ, [[λαιμαργία]], [[ἀδηφαγία]], Ἱππ. 534. 20, Πλάτ. Φαίδωνι 81E, κτλ.
|elnltext=[[γαστριμαργία]] -ας, ἡ [[γαστρίμαργος]] gulzigheid, vraatzucht.
}}
{{elru
|elrutext='''γαστριμαργία:''' ἡ [[прожорливость]], [[обжорство]], [[чревоугодие]] Plat., Arst., Plut., Luc.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[from [[γαστρίμαργος]]<br />[[gluttony]], Plat.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 28: Line 34:
|lsmtext='''γαστρῐμαργία:''' ἡ, [[αδηφαγία]], [[λαιμαργία]], [[απληστία]] ως προς το [[φαγητό]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''γαστρῐμαργία:''' ἡ, [[αδηφαγία]], [[λαιμαργία]], [[απληστία]] ως προς το [[φαγητό]], σε Πλάτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''γαστριμαργία:''' ἡ [[прожорливость]], [[обжорство]], [[чревоугодие]] Plat., Arst., Plut., Luc.
|lstext='''γαστρῐμαργία''': ἡ, [[λαιμαργία]], [[ἀδηφαγία]], Ἱππ. 534. 20, Πλάτ. Φαίδωνι 81E, κτλ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[from [[γαστρίμαργος]]<br />[[gluttony]], Plat.
}}
{{elnl
|elnltext=[[γαστριμαργία]] -ας, ἡ [[γαστρίμαργος]] gulzigheid, vraatzucht.
}}
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[gluttony]]
|woodrun=[[gluttony]]
}}
}}

Revision as of 20:00, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γαστρῐμαργία Medium diacritics: γαστριμαργία Low diacritics: γαστριμαργία Capitals: ΓΑΣΤΡΙΜΑΡΓΙΑ
Transliteration A: gastrimargía Transliteration B: gastrimargia Transliteration C: gastrimargia Beta Code: gastrimargi/a

English (LSJ)

ἡ, gluttony, Hp.Int.6, Pl.Phd.81e (pl.), Eus.Mynd.9, Andronic. Rhod.p.572 M.; pl., Luc.Am.42.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Hp.Int.6
ingestión excesiva, glotonería, gula γ. ἰχθύων κεφάλων καὶ ἐγχελύων Hp.l.c., ὅπως μὴ ... διὰ γαστριμαργίαν ἀφιλόσοφον καὶ ἄμουσον πᾶν ἀποτελοῖ τὸ γένος Pl.Ti.73a, cf. Phd.81e, Phdr.238b, Arist.EE 1231a19, Plu.2.124e, 996e, Plot.3.6.5, LXX 4Ma.1.3, οἱ ἐν ταῖς ἑορταῖς ὑπὸ γαστριμαργίας πλήσαντες ἑαυτούς Plot.5.5.11, cf. Luc.Am.42, γ., ἡ τῶν πάντων κακῶν χορηγός Corp.Herm.6.3.15, cf. Chrysipp.Stoic.3.97, Eus.Mynd.9, οὐδὲν γαστριμαργίας χεῖρον, οὐδὲν αἰσχρότερον Chrys.M.59.251, cf. 60.718, Gr.Nyss.Eun.3.2.81, ἵνα διὰ τῆς γαστριμαργίας ἡ διδασκαλία τοῦ λόγου κρατύνηται Apollon. en Eus.HE 5.18.2, κενοδοξία καὶ γ. Cyr.Al.M.77.1089A, cf. Gr.Nyss.Mort.55.22, Chrys.M.59.760, 61.782.

German (Pape)

[Seite 476] ἡ, Gefräßigkeit, Schlemmerei, Hippocr.; Plat. Tim. 73 a u. öfter; Luc. Amor. 42; mit λαιμαργία vrbdn Ath. X, 412 d.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
gloutonnerie.
Étymologie: γαστήρ, μάργος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γαστριμαργία -ας, ἡ γαστρίμαργος gulzigheid, vraatzucht.

Russian (Dvoretsky)

γαστριμαργία:прожорливость, обжорство, чревоугодие Plat., Arst., Plut., Luc.

Middle Liddell

[from γαστρίμαργος
gluttony, Plat.

Greek Monolingual

η (AM γαστριμαργία) γαστρίμαργος
η ιδιότητα του γαστρίμαργου.

Greek Monotonic

γαστρῐμαργία: ἡ, αδηφαγία, λαιμαργία, απληστία ως προς το φαγητό, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

γαστρῐμαργία: ἡ, λαιμαργία, ἀδηφαγία, Ἱππ. 534. 20, Πλάτ. Φαίδωνι 81E, κτλ.

English (Woodhouse)

gluttony

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)