Κυπρογενής: Difference between revisions
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 13: | Line 13: | ||
|btext=ής, ές :<br />né à Chypre.<br />'''Étymologie:''' [[Κύπρος]], [[γίγνομαι]]. | |btext=ής, ές :<br />né à Chypre.<br />'''Étymologie:''' [[Κύπρος]], [[γίγνομαι]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=Κυπρογενής -ές [Κύπρος, γίγνομαι] geboren op Cyprus. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''Κυπρογενής:''' [[рожденная на Кипре]] (эпитет Афродиты) HH, Hes., Pind. | |||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
Line 22: | Line 25: | ||
|lsmtext='''Κυπρογενής:''' -ές ([[γίγνομαι]]), γεννημένος στην Κύπρο, λέγεται για την [[Αφροδίτη]], σε Ομηρ. Ύμν. κ.λπ.· θηλ. Κυπρο-γένεια, <i>ἡ</i>, σε Πίνδ. | |lsmtext='''Κυπρογενής:''' -ές ([[γίγνομαι]]), γεννημένος στην Κύπρο, λέγεται για την [[Αφροδίτη]], σε Ομηρ. Ύμν. κ.λπ.· θηλ. Κυπρο-γένεια, <i>ἡ</i>, σε Πίνδ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''Κυπρογενής''': -ες, (γενέσθαι) ἐν Κύπρῳ γεννηθείς, ἐπίθετ. τῆς Ἀφροδίτης, Ὁμ. Ὕμν. 9, Σόλων 2. 1, Πίνδ., κλ.· ― θηλ. Κυπρογένεια, ἡ, ἐν Κύπρῳ γεννηθεῖσα, Κ. [[Ἀφροδίτη]] Ἀριστοφ. Λυσ. 551· Κ. θεὰ Πανύασ. παρ’ Ἀθην. 36D· ἀπολ., Πινδ. Π. 4. 384, Πλουτ. Ἀρτοξ. 28· Κυπρογενέα, μετὰ συνιζήσεως τοῦ -έα, Ἡσ. Θ. 199. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=Κυπρο-γενής, ές [[γίγνομαι]]<br />[[Cyprus]]-[[born]], of [[Aphrodite]], Hhymn., etc.:—fem. Κυπρο-γένεια, ἡ, Pind. | |mdlsjtxt=Κυπρο-γενής, ές [[γίγνομαι]]<br />[[Cyprus]]-[[born]], of [[Aphrodite]], Hhymn., etc.:—fem. Κυπρο-γένεια, ἡ, Pind. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 2 October 2022
English (LSJ)
ές, (γενέσθαι) Cyprus-born, K. Κυθέρεια h.Hom.10.1: standing alone, Hes.Th.199 (acc. -γενέα (prob.)), Sol.26, Pi.O. 10(11).105, etc.:—fem. Κυπρο-γένεια, ἡ, Κ. Ἀφροδίτη Ar.Lys.551; K. θεά Panyas.13.3: abs., Pi.P.4.216, Plu.Art.28:—Aeol. Κυπρογένηα Sapph.Supp.14.8, Alc.60, Theoc.30.31.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
né à Chypre.
Étymologie: Κύπρος, γίγνομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
Κυπρογενής -ές [Κύπρος, γίγνομαι] geboren op Cyprus.
Russian (Dvoretsky)
Κυπρογενής: рожденная на Кипре (эпитет Афродиты) HH, Hes., Pind.
English (Slater)
Κυπρογενής,-γένεια pro subs.,
1 the Cyprusborn, Aphrodite. πότνια δ' ὀξυτάτων βελέων Κυπρογένεια (P. 4.216) σὺν Κυπρογενεῖ (O. 10.105)
Greek Monotonic
Κυπρογενής: -ές (γίγνομαι), γεννημένος στην Κύπρο, λέγεται για την Αφροδίτη, σε Ομηρ. Ύμν. κ.λπ.· θηλ. Κυπρο-γένεια, ἡ, σε Πίνδ.
Greek (Liddell-Scott)
Κυπρογενής: -ες, (γενέσθαι) ἐν Κύπρῳ γεννηθείς, ἐπίθετ. τῆς Ἀφροδίτης, Ὁμ. Ὕμν. 9, Σόλων 2. 1, Πίνδ., κλ.· ― θηλ. Κυπρογένεια, ἡ, ἐν Κύπρῳ γεννηθεῖσα, Κ. Ἀφροδίτη Ἀριστοφ. Λυσ. 551· Κ. θεὰ Πανύασ. παρ’ Ἀθην. 36D· ἀπολ., Πινδ. Π. 4. 384, Πλουτ. Ἀρτοξ. 28· Κυπρογενέα, μετὰ συνιζήσεως τοῦ -έα, Ἡσ. Θ. 199.
Middle Liddell
Κυπρο-γενής, ές γίγνομαι
Cyprus-born, of Aphrodite, Hhymn., etc.:—fem. Κυπρο-γένεια, ἡ, Pind.