δημόθεν: Difference between revisions

From LSJ

Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=<i>adv.</i><br />au nom <i>ou</i> aux frais du peuple.<br />'''Étymologie:''' [[δῆμος]], -θεν.
|btext=<i>adv.</i><br />au nom <i>ou</i> aux frais du peuple.<br />'''Étymologie:''' [[δῆμος]], -θεν.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''δημόθεν''': ἐπιρρ., εἰς βάρος τοῦ δημοσίου, διὰ δημοσίων ἐξόδων, κατ᾽ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[οἴκοθεν]], [[δημόθεν]] ἄλφιτα δῶκα Ὀδ. Τ.197·- ἐκ μέσου τοῦ λαοῦ, Ἀπολλ. Ροδ. Α.7. ΙΙ. [[δημόθεν]] Εὐπυρίδης, Εὐπυρίδης τῶν δήμων, δηλ. τὴν πατρίδα, Ἀνθ. Π. παραρτ. 328.
|elnltext=δημόθεν [δῆμος] adv., op kosten van het volk.
}}
{{elru
|elrutext='''δημόθεν:''' adv.<br /><b class="num">1)</b> [[из общественных средств]] (δοῦναί τι Hom.);<br /><b class="num">2)</b> (преимущ. о происхождении) из дема (δ. Εὐπυρίδης Anth.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''δημόθεν:''' ([[δῆμος]]), επίρρ.,<br /><b class="num">I.</b> με δημόσια έξοδα, [[δαπάνη]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> [[δημόθεν]] Εὐπυρίδης, [[ένας]] Ευπυρίδης από το δήμο, δηλ. εκ γενετής, εκ τόπου, σε Ανθ.
|lsmtext='''δημόθεν:''' ([[δῆμος]]), επίρρ.,<br /><b class="num">I.</b> με δημόσια έξοδα, [[δαπάνη]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> [[δημόθεν]] Εὐπυρίδης, [[ένας]] Ευπυρίδης από το δήμο, δηλ. εκ γενετής, εκ τόπου, σε Ανθ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''δημόθεν:''' adv.<br /><b class="num">1)</b> [[из общественных средств]] (δοῦναί τι Hom.);<br /><b class="num">2)</b> (преимущ. о происхождении) из дема (δ. Εὐπυρίδης Anth.).
|lstext='''δημόθεν''': ἐπιρρ., εἰς βάρος τοῦ δημοσίου, διὰ δημοσίων ἐξόδων, κατ᾽ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[οἴκοθεν]], [[δημόθεν]] ἄλφιτα δῶκα Ὀδ. Τ.197·- ἐκ μέσου τοῦ λαοῦ, Ἀπολλ. Ροδ. Α.7. ΙΙ. [[δημόθεν]] Εὐπυρίδης, Εὐπυρίδης τῶν δήμων, δηλ. τὴν πατρίδα, Ἀνθ. Π. παραρτ. 328.
}}
{{elnl
|elnltext=δημόθεν [δῆμος] adv., op kosten van het volk.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[δῆμος]]<br /><b class="num">I.</b> at the [[public]] [[cost]], Od.<br /><b class="num">II.</b> [[δημόθεν]] Εὐπυρίδης an Eupyrian by deme, i. e. by [[birth]], [[place]], Anth.
|mdlsjtxt=[[δῆμος]]<br /><b class="num">I.</b> at the [[public]] [[cost]], Od.<br /><b class="num">II.</b> [[δημόθεν]] Εὐπυρίδης an Eupyrian by deme, i. e. by [[birth]], [[place]], Anth.
}}
}}

Revision as of 20:06, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δημόθεν Medium diacritics: δημόθεν Low diacritics: δημόθεν Capitals: ΔΗΜΟΘΕΝ
Transliteration A: dēmóthen Transliteration B: dēmothen Transliteration C: dimothen Beta Code: dhmo/qen

English (LSJ)

Adv. A at the public cost, δημόθεν ἄλφιτα δῶκα Od.19.197. 2 from among the people, A.R.1.7. II δ. εὐπυρίδης an Eupyrian by deme, IG3.121.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): δαμ- AP 9.316 (Leon.)
adv.
I del pueblo δ. ἄλφιτα ... καὶ ... οἶνον ἀγείρας Od.19.197, ὅν τιν' ἴδοιτο δ. οἰοπέδιλον a uno del pueblo que viera calzado sólo con una sandalia, e.d., Jasón, A.R.1.7, cf. Call.Fr.93.15.
II 1desde el demo ἀγροὺς δ. ... νεῖσθε AP l.c.
2 por su demo de origen πατρὸς τοὔνομ' ἔχων δ. Εὐπυρίδης llevando el nombre de su padre, siendo Eupírida por su demo, IG 22.3015.5 (III d.C.).

German (Pape)

[Seite 563] vom Volke her; Hom. einmal, Odyss. 19, 197 καὶ οἷ τοῖς τ' ἄλλοις ἑτάροις δημόθεν ἄλφιτα δῶκα καὶ οἶνον ἀγείρας καὶ βοῦς ἱρεύσασθαι, aus öffentlichen Mitteln, von Volkes wegen. – Ap. Rh. 1, 7. – Bei den Att. = aus dem Demos gebürtig, Ep. ad. 170 (App. 328).

French (Bailly abrégé)

adv.
au nom ou aux frais du peuple.
Étymologie: δῆμος, -θεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δημόθεν [δῆμος] adv., op kosten van het volk.

Russian (Dvoretsky)

δημόθεν: adv.
1) из общественных средств (δοῦναί τι Hom.);
2) (преимущ. о происхождении) из дема (δ. Εὐπυρίδης Anth.).

English (Autenrieth)

from among the people, Od. 19.197†.

Greek Monolingual

δημόθεν επίρρ. (Α)
1. από τον δήμο
2. φρ. «δημόθεν ἄλφιτα δῶκα» — μοίρασα αλεύρι με δαπάνες του δήμου
2. μέσα από το πλήθος, από τον συγκεντρωμένο κόσμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + (επιρρ. κατάλ.) -θεν].

Greek Monotonic

δημόθεν: (δῆμος), επίρρ.,
I. με δημόσια έξοδα, δαπάνη, σε Ομήρ. Οδ.
II. δημόθεν Εὐπυρίδης, ένας Ευπυρίδης από το δήμο, δηλ. εκ γενετής, εκ τόπου, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

δημόθεν: ἐπιρρ., εἰς βάρος τοῦ δημοσίου, διὰ δημοσίων ἐξόδων, κατ᾽ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ οἴκοθεν, δημόθεν ἄλφιτα δῶκα Ὀδ. Τ.197·- ἐκ μέσου τοῦ λαοῦ, Ἀπολλ. Ροδ. Α.7. ΙΙ. δημόθεν Εὐπυρίδης, Εὐπυρίδης τῶν δήμων, δηλ. τὴν πατρίδα, Ἀνθ. Π. παραρτ. 328.

Middle Liddell

δῆμος
I. at the public cost, Od.
II. δημόθεν Εὐπυρίδης an Eupyrian by deme, i. e. by birth, place, Anth.