δυσχωρία: Difference between revisions

From LSJ

λιμῷ ὅσαπερ ὄψῳ διαχρῆσθε → hunger is a good sauce, hunger is the best pickle, hunger is the best sauce, hunger is the best seasoning, hunger is the best spice

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=ας (ἡ) :<br />difficulté d'un lieu, d'un terrain.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[χώρα]].
|btext=ας (ἡ) :<br />difficulté d'un lieu, d'un terrain.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[χώρα]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''δυσχωρία''': , [[τόπος]] [[δύσκολος]], δύσκολον [[ἔδαφος]], «κακοτοπιά»,Ξεν. Κύρ. 1.6,35· ἐν τῷ πληθ., [[αὐτόθι]] 35,κτλ. ΙΙ. [[ἔλλειψις]] τόπου, θέσεως, Ἀθήν. 129C.
|elnltext=δυσχωρία -ας, ἡ [δυσ-, χώρα] moeilijk, ruw terrein.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσχωρία:''' ἡ тж. pl. досл. неудобная местность, воен. невыгодные позиции Xen., Isocr., Plat., Arst., Plut.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''δυσχωρία:''' ἡ ([[χώρα]]), δύσκολο, τραχύ, ανώμαλο [[έδαφος]], [[κακοτοπιά]], σε Ξεν.
|lsmtext='''δυσχωρία:''' ἡ ([[χώρα]]), δύσκολο, τραχύ, ανώμαλο [[έδαφος]], [[κακοτοπιά]], σε Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''δυσχωρία:''' ἡ тж. pl. досл. неудобная местность, воен. невыгодные позиции Xen., Isocr., Plat., Arst., Plut.
|lstext='''δυσχωρία''': , [[τόπος]] [[δύσκολος]], δύσκολον [[ἔδαφος]], «κακοτοπιά»,Ξεν. Κύρ. 1.6,35· ἐν τῷ πληθ., [[αὐτόθι]] 35,κτλ. ΙΙ. [[ἔλλειψις]] τόπου, θέσεως, Ἀθήν. 129C.
}}
{{elnl
|elnltext=δυσχωρία -ας, ἡ [δυσ-, χώρα] moeilijk, ruw terrein.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[δυσ-]]χωρία, ἡ, [[χώρα]]<br />[[difficult]], [[rough]] [[ground]], Xen.
|mdlsjtxt=[[δυσ-]]χωρία, ἡ, [[χώρα]]<br />[[difficult]], [[rough]] [[ground]], Xen.
}}
}}

Revision as of 20:15, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσχωρία Medium diacritics: δυσχωρία Low diacritics: δυσχωρία Capitals: ΔΥΣΧΩΡΙΑ
Transliteration A: dyschōría Transliteration B: dyschōria Transliteration C: dyschoria Beta Code: dusxwri/a

English (LSJ)

ἡ, A rough ground, X.Cyr.1.6.35; τῶν Ἰταλῶν Jul.Or.1.38c: in plural, X. Cyr.1.4.7, Isoc.6.80, Onos.11.3, Gal.UP3.1, etc. II want of room, Ph.2.563, Ath.4.129c. III difficulty, Alex.Aphr.Fat.200.23.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
I 1terreno desfavorable, dificultoso esp. ref. a desfiladeros o zonas abruptas, frec. en cont. bélico ἐν δυσχωρίᾳ op. ἐν ἐρυμνῷ X.Cyr.1.6.35, δυσχωρίας καὶ περικεκλεισμένους ὄρεσι τόπους Onas.11.3, στρατόπεδον ... εἰς δεινὰς δυσχωρίας κατακεκλῃμένον Aeschin.3.87, δ. καὶ στενοπορία ὑπελάμβανεν αὐτούς X.HG 3.5.20, ἐν δυσχωρίᾳ τέ εἰσιν ἀπειλημμένοι καὶ ἀναχώρησις οὐκ ἔσται αὐτοῖς Paus.4.17.6, cf. Isoc.6.80, D.Chr.55.18, τὰς δυσχωρίας διελθεῖν ἀμείνων ἄνθρωπος τοῦ ... Κενταύρου Gal.3.172, cf. X.Cyr.1.4.7, D.Chr.1.52, Aristid.Or.1.23, Philostr.VS 542.
2 lugar insano o desagradable debido a la acumulación de personas, Ph.2.563.
II 1dificultad del terreno ref. a diversos tipos de accidentes naturales ἀνδρῶν ... ἀγαθῶν ... ἐστερήθημεν τῶν ... ἐν Κορίνθῳ χρησαμένων δυσχωρίᾳ Pl.Mx.245e, δυσχρηστούμενοι δὲ διὰ τὰς δυσχωρίας τῶν τόπων Plb.2.6.4, cf. D.S.17.111, ἀφῃροῦντο γὰρ αἱ δυσχωρίαι τὴν δίωξιν Plu.Flam.5, cf. X.An.3.5.16, πολλαὶ δ' εἰσὶ δυσχωρίαι κατὰ τὴν ἐκ Ῥώμης εἰς Καμπανίαν ἄγουσαν ὁδόν D.H.15.4, cf. Hld.2.19.3, τὸ ὄχημα κατά τινα δυσχωρίαν περιτέτραπται Eun.VS 470, αἱ Ἰταλῶν δυσχωρίαι Iul.Or.1.38c, cf. Str.3.4.18, tb. en una ciudad, I.BI 3.330
anfractuosidad ἐγκαταλείπεσθαι ἀναγκαῖον ἐν ταῖς δυσχωρίαις acumularse por fuerza en las anfractuosidades el viento en los seísmos, Arist.Mete.368a5.
2 gener. dificultad, situación difícil διὰ τὴν ἐν τῇ πόλει περὶ τὰς σιταρχία[ς] δυσχωρίαν SB 11371.6 (I a.C.), para cargar con los regalos recibidos, Hippolochus en Ath.129c, ἐν τοῖς λεγομένοις δ. Alex.Aphr.Fat.30, cf. Didym.Gen.234.2.

German (Pape)

[Seite 691] ἡ, schwierige Beschaffenheit eines Ortes, ungünstiges Terrain; Plat. Menex. 245 e; Xen. Cyr. 1, 4, 7 u. öfter; auch Folgde.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
difficulté d'un lieu, d'un terrain.
Étymologie: δυσ-, χώρα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δυσχωρία -ας, ἡ [δυσ-, χώρα] moeilijk, ruw terrein.

Russian (Dvoretsky)

δυσχωρία: ἡ тж. pl. досл. неудобная местность, воен. невыгодные позиции Xen., Isocr., Plat., Arst., Plut.

Greek Monolingual

δυσχωρία, η (Α)
1. ανώμαλο έδαφος, κακοτοπιά
2. έλλειψη χώρου ή θέσης
3. δυσχέρεια, δυσκολία.

Greek Monotonic

δυσχωρία: ἡ (χώρα), δύσκολο, τραχύ, ανώμαλο έδαφος, κακοτοπιά, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

δυσχωρία: ἡ, τόπος δύσκολος, δύσκολον ἔδαφος, «κακοτοπιά»,Ξεν. Κύρ. 1.6,35· ἐν τῷ πληθ., αὐτόθι 35,κτλ. ΙΙ. ἔλλειψις τόπου, θέσεως, Ἀθήν. 129C.

Middle Liddell

δυσ-χωρία, ἡ, χώρα
difficult, rough ground, Xen.