διατεκμαίρομαι: Difference between revisions

From LSJ

Κακοῦ γὰρ ἀνδρὸς δῶρ' ὄνησιν οὐκ ἔχει → Nil utilitatis improbi in donis viri → Geschenke eines Schurken sind nicht von Gewinn

Menander, Monostichoi, 292
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=faire connaître par des indices <i>ou</i> des signes, désigner.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[τεκμαίρω]].
|btext=faire connaître par des indices <i>ou</i> des signes, désigner.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[τεκμαίρω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''διατεκμαίρομαι''': ἀποθ., διὰ σημείων δεικνύω, [[προσδιορίζω]], Λατ. [[designare]], ἔργα Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 396, Διον. Π. 1172.
|elnltext=δια-τεκμαίρομαι toewijzen:. ἔργα τά τ’ ἀνθρώποισι θεοὶ διετεκμήραντο taken die de goden aan de mensen hebben toegewezen Hes. Op. 398.
}}
{{elru
|elrutext='''διατεκμαίρομαι:''' [[назначать в удел]] (ἔργα ἀνθρώποισι Hes.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''διατεκμαίρομαι:''' αποθ., [[αποδεικνύω]], [[τεκμαίρομαι]] με αποδείξεις, Λατ. [[designare]], σε Ησίοδ.
|lsmtext='''διατεκμαίρομαι:''' αποθ., [[αποδεικνύω]], [[τεκμαίρομαι]] με αποδείξεις, Λατ. [[designare]], σε Ησίοδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''διατεκμαίρομαι:''' [[назначать в удел]] (ἔργα ἀνθρώποισι Hes.).
|lstext='''διατεκμαίρομαι''': ἀποθ., διὰ σημείων δεικνύω, [[προσδιορίζω]], Λατ. [[designare]], ἔργα Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 396, Διον. Π. 1172.
}}
{{elnl
|elnltext=δια-τεκμαίρομαι toewijzen:. ἔργα τά τ’ ἀνθρώποισι θεοὶ διετεκμήραντο taken die de goden aan de mensen hebben toegewezen Hes. Op. 398.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />Dep. to [[mark]] out, Lat. [[designare]], Hes.
|mdlsjtxt=<br />Dep. to [[mark]] out, Lat. [[designare]], Hes.
}}
}}

Revision as of 20:15, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διατεκμαίρομαι Medium diacritics: διατεκμαίρομαι Low diacritics: διατεκμαίρομαι Capitals: ΔΙΑΤΕΚΜΑΙΡΟΜΑΙ
Transliteration A: diatekmaíromai Transliteration B: diatekmairomai Transliteration C: diatekmairomai Beta Code: diatekmai/romai

English (LSJ)

only aor. 1 -τεκμηράμην, mark out, assign, ἔργα ἀνθρώποισι Hes.Op.398, cf. D.P.1172; mark, trace out, A.R.4.284; determine, γενέθλην Μοῖραι δ. Man.6.750.

Spanish (DGE)

1 asignar, fijar, determinar, disponer frec. c. suj. de dioses ἔργα ... ἀνθρώποισι θεοί Hes.Op.398, cf. D.P.1172, Orac.Sib.8.437, ἐμὴν γενέθλην Μοῖραι Man.6.750, cf. Hsch.
2 señalar, marcar, trazar Ἴστρον ... ἑκάς en un mapa, A.R.4.284, cf. Gr.Naz.M.37.564.

German (Pape)

[Seite 606] bestimmen u. vertheilen; ἔργα τινί, Hes. O. 400; D. Per. 1172, durch Sternerscheinungen.

French (Bailly abrégé)

faire connaître par des indices ou des signes, désigner.
Étymologie: διά, τεκμαίρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-τεκμαίρομαι toewijzen:. ἔργα τά τ’ ἀνθρώποισι θεοὶ διετεκμήραντο taken die de goden aan de mensen hebben toegewezen Hes. Op. 398.

Russian (Dvoretsky)

διατεκμαίρομαι: назначать в удел (ἔργα ἀνθρώποισι Hes.).

Greek Monolingual

διατεκμαίρομαι (Α)
1. προσδιορίζω, κατανέμω («ἔργα, τά τ' ἀνθρώποισι θεοὶ διετεκμήραντο», Ησίοδ.)
2. καθορίζω, σημειώνω
3. προκαθορίζω, αποφασίζω.

Greek Monotonic

διατεκμαίρομαι: αποθ., αποδεικνύω, τεκμαίρομαι με αποδείξεις, Λατ. designare, σε Ησίοδ.

Greek (Liddell-Scott)

διατεκμαίρομαι: ἀποθ., διὰ σημείων δεικνύω, προσδιορίζω, Λατ. designare, ἔργα Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 396, Διον. Π. 1172.

Middle Liddell


Dep. to mark out, Lat. designare, Hes.