κέδρινος: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=η, ον :<br />de cèdre, de bois de cèdre.<br />'''Étymologie:''' [[κέδρος]]. | |btext=η, ον :<br />de cèdre, de bois de cèdre.<br />'''Étymologie:''' [[κέδρος]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=κέδρινος -η -ον [κέδρος] van cederhout. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κέδρῐνος:''' [[сделанный из кедра]], [[кедровый]] ([[θάλαμος]] Hom.; δόμοι Eur.; ξύλα Diod.). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''κέδρῐνος:''' -η, -ον, λέγεται για τον [[κέδρο]], σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ. | |lsmtext='''κέδρῐνος:''' -η, -ον, λέγεται για τον [[κέδρο]], σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''κέδρῐνος''': -η, -ον, ([[κέδρος]]) ἐκ κέδρου, [[θάλαμος]] Ἰλ. Ω. 192· δόμοι Εὐρ. Ἄλκ. 160· [[ξυλεία]] Πολύβ. 10. 27, 10. 2) παρεσκευασμένος ἐκ κέδρου, [[ἔλαιον]] Ἱππ. 574. 47, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 3, 2· [[οἶνος]] κέδρ. ([[ὅστις]] καὶ [[κεδρίτης]] λέγεται) Διοσκ. 5. 45 καὶ 47. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 20:20, 2 October 2022
English (LSJ)
η, ον, (κέδρος) A of cedar, θάλαμος Il.24.192; δόμοι E.Alc.160; ξύλα IG11(2).161 D92 (Delos, iii B.C.); ξυλεία Plb. 10.27.10; φατνώματα J.BJ5.5.2; τῶν ξύλων τὰ κ. Thphr.HP5.9.8. 2 made from κεδρελάτη, ἔλαιον Hp.Mul.1.78, Arist.HA583a23; οἶνος Dsc.5.36. 3 κέδρινον, τό, orange-coloured dye, PHolm. 21.30.
German (Pape)
[Seite 1411] von Cederholz; θάλαμος Il. 24, 192; δόμοι Eur. Alc. 158; ξύλα D. Sic. 19, 58; ξυλεία Pol. 13, 5, 11; τὸ κέδρινον, Cederöl, Hippocr.; vgl. Arist. H. A. 7, 3; κέδρινος οἶνος, = κεδρίτης, Diosc.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
de cèdre, de bois de cèdre.
Étymologie: κέδρος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κέδρινος -η -ον [κέδρος] van cederhout.
Russian (Dvoretsky)
κέδρῐνος: сделанный из кедра, кедровый (θάλαμος Hom.; δόμοι Eur.; ξύλα Diod.).
Greek Monolingual
-ή, -ο (Α κέδρινος -ίνη, -ον) κέδρος
1. αυτός που προέρχεται από το κέδρο («κέδρινα ξύλα»)
2. αυτός που έχει παρασκευαστεί από ξύλο κέδρου («κέδρινον ἔλαιον», Ιπποκρ.)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ κέδρινον
πάπ. το πορτοκαλί χρώμα.
Greek Monotonic
κέδρῐνος: -η, -ον, λέγεται για τον κέδρο, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
κέδρῐνος: -η, -ον, (κέδρος) ἐκ κέδρου, θάλαμος Ἰλ. Ω. 192· δόμοι Εὐρ. Ἄλκ. 160· ξυλεία Πολύβ. 10. 27, 10. 2) παρεσκευασμένος ἐκ κέδρου, ἔλαιον Ἱππ. 574. 47, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 3, 2· οἶνος κέδρ. (ὅστις καὶ κεδρίτης λέγεται) Διοσκ. 5. 45 καὶ 47.
Middle Liddell
κέδρῐνος, η, ον
of cedar, Il., Eur. [from κέδρος