κακοθυμία: Difference between revisions

From LSJ

Ἱκανῶς βιώσεις γηροβοσκῶν τοὺς γονεῖς → Senes parentes qui fovet, vivet diu → Hinlänglich lebst du, wenn du greise Eltern pflegst

Menander, Monostichoi, 270
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ας (ἡ) :<br />malveillance, inimitié.<br />'''Étymologie:''' [[κακός]], [[θυμός]].
|btext=ας (ἡ) :<br />malveillance, inimitié.<br />'''Étymologie:''' [[κακός]], [[θυμός]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κᾰκοθῡμία''': ἡ, ἐχθρικὴ [[διάθεσις]], ἐκ τῆς ἐπιχωριαζούσης [[τότε]] πρὸς ἀλλήλους κακοθυμίας Πλουτ. Λυκοῦργ. 4.
|elnltext=κακοθυμία -ας, ἡ [κακόθυμος: kwaadwillig] kwaadwilligheid.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰκοθῡμία:''' ἡ тж. pl. недоброжелательность, неприязнь (πρὸς ἀλλήλους Plut.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κᾰκοθῡμία:''' ἡ ([[θυμός]]), εχθρική [[διάθεση]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''κᾰκοθῡμία:''' ἡ ([[θυμός]]), εχθρική [[διάθεση]], σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κᾰκοθῡμία:''' ἡ тж. pl. недоброжелательность, неприязнь (πρὸς ἀλλήλους Plut.).
|lstext='''κᾰκοθῡμία''': ἡ, ἐχθρικὴ [[διάθεσις]], ἐκ τῆς ἐπιχωριαζούσης [[τότε]] πρὸς ἀλλήλους κακοθυμίας Πλουτ. Λυκοῦργ. 4.
}}
{{elnl
|elnltext=κακοθυμία -ας, ἡ [κακόθυμος: kwaadwillig] kwaadwilligheid.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κᾰκο-θῡμία, ἡ, [[θυμός]]<br />[[malevolence]], Plut.
|mdlsjtxt=κᾰκο-θῡμία, ἡ, [[θυμός]]<br />[[malevolence]], Plut.
}}
}}

Revision as of 20:20, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκοθῡμία Medium diacritics: κακοθυμία Low diacritics: κακοθυμία Capitals: ΚΑΚΟΘΥΜΙΑ
Transliteration A: kakothymía Transliteration B: kakothymia Transliteration C: kakothymia Beta Code: kakoqumi/a

English (LSJ)

ἡ, malevolence, πρὸς ἀλλήλους Plu.Lyc.4.

German (Pape)

[Seite 1300] ἡ, böse Gesinnung, Abneigung, ἡ πρὸς ἀλλήλους Plut. Lyc. 4.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
malveillance, inimitié.
Étymologie: κακός, θυμός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακοθυμία -ας, ἡ [κακόθυμος: kwaadwillig] kwaadwilligheid.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκοθῡμία: ἡ тж. pl. недоброжелательность, неприязнь (πρὸς ἀλλήλους Plut.).

Greek Monolingual

η (Α κακοθυμία) κακόθυμος
κακή διάθεση, εχθρική διάθεση, αποστροφή
νεοελλ.
ανώμαλη κατάσταση του θυμικού, δυσθυμία, βαρυθυμία, ακεφιά.

Greek Monotonic

κᾰκοθῡμία: ἡ (θυμός), εχθρική διάθεση, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκοθῡμία: ἡ, ἐχθρικὴ διάθεσις, ἐκ τῆς ἐπιχωριαζούσης τότε πρὸς ἀλλήλους κακοθυμίας Πλουτ. Λυκοῦργ. 4.

Middle Liddell

κᾰκο-θῡμία, ἡ, θυμός
malevolence, Plut.