ζώμευμα: Difference between revisions
Τὰ θνητὰ πάντα μεταβολὰς πολλὰς ἔχει → Mortalium res plurimas capiunt vices → Was sterblich ist, kennt alles viele Umschwünge
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ατος (τό) :<br />jus, bouillon.<br />'''Étymologie:''' [[ζωμεύω]]. | |btext=ατος (τό) :<br />jus, bouillon.<br />'''Étymologie:''' [[ζωμεύω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=ζώμευμα -ατος, τό [ζωμεύω] saus. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ζώμευμα:''' ατος τό отвар, суп (Arph. - ирон. по созвучию с [[ὑπόζωμα]]). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''ζώμευμα:''' -ατος, τό, [[ζωμός]], [[σούπα]]· <i>ζωμεύματα</i>, λέγεται [[χάριν]] αστειότητας αντί ὑποζώματα [[νεώς]], (βλ. τη [[λέξη]] «<b>[[ὑπόζωμα]]</b>»), σε Αριστοφ. | |lsmtext='''ζώμευμα:''' -ατος, τό, [[ζωμός]], [[σούπα]]· <i>ζωμεύματα</i>, λέγεται [[χάριν]] αστειότητας αντί ὑποζώματα [[νεώς]], (βλ. τη [[λέξη]] «<b>[[ὑπόζωμα]]</b>»), σε Αριστοφ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''ζώμευμα''': τό, [[ζωμός]], «σοῦπα», ζωμεύματα, κωμικ. ἀντὶ ὑποζώματα νεὼς (ἴδε [[ὑπόζωμα]] ἐν τέλ.), Ἀριστοφ. Ἱππ. 279. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ζώμευμα]], ατος, τό,<br />[[soup]], ζωμεύματα put by way of [[joke]] for ὑποζώματα [[νεώς]], Ar. [from [[ζωμεύω]] | |mdlsjtxt=[[ζώμευμα]], ατος, τό,<br />[[soup]], ζωμεύματα put by way of [[joke]] for ὑποζώματα [[νεώς]], Ar. [from [[ζωμεύω]] | ||
}} | }} |
Revision as of 20:20, 2 October 2022
English (LSJ)
ατος, τό, soup, ζωμεύματα put by way of joke for ὑποζώματα νεώς (v. ὑπόζωμα fin.), Ar.Eq.279.
German (Pape)
[Seite 1143] τό, Brühe, bei Ar. Equ. 279 mit kom. Anspielung auf ὑπόζωμα.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
jus, bouillon.
Étymologie: ζωμεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ζώμευμα -ατος, τό [ζωμεύω] saus.
Russian (Dvoretsky)
ζώμευμα: ατος τό отвар, суп (Arph. - ирон. по созвучию с ὑπόζωμα).
Greek Monolingual
ζώμευμα, το (Α) ζωμεύω
(σε κωμ. λογοπαίγνιο του Αριστοφ.) ζωμός, σούπα («καὶ φήμ' ἐξάγειν ταῑσι Πελοποννησίων τριήρεσι ζωμεύματα» — και ισχυρίζομαι ότι αυτός εξάγει ζουμί για τις τριήρεις τών Πελ. [ο Αριστοφ. εδώ παίζει με τη λέξη υποζώματα, την οποία θα περίμενε κανείς]).
Greek Monotonic
ζώμευμα: -ατος, τό, ζωμός, σούπα· ζωμεύματα, λέγεται χάριν αστειότητας αντί ὑποζώματα νεώς, (βλ. τη λέξη «ὑπόζωμα»), σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
ζώμευμα: τό, ζωμός, «σοῦπα», ζωμεύματα, κωμικ. ἀντὶ ὑποζώματα νεὼς (ἴδε ὑπόζωμα ἐν τέλ.), Ἀριστοφ. Ἱππ. 279.
Middle Liddell
ζώμευμα, ατος, τό,
soup, ζωμεύματα put by way of joke for ὑποζώματα νεώς, Ar. [from ζωμεύω