διασκιρτάω: Difference between revisions

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=-ῶ :<br />bondir çà et là.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[σκιρτάω]].
|btext=-ῶ :<br />bondir çà et là.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[σκιρτάω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''διασκιρτάω''': πηδῶ κατὰ διαφόρους διευθύνσεις ἢ [[μακράν]], Πλούτ. Εὐμ. 11.
|elnltext=δια-σκιρτάω rondspringen.
}}
{{elru
|elrutext='''διασκιρτάω:''' [[подпрыгивать]], [[брыкаться]] (ὀπισθίοις διεσκίρτων σκέλεσι, sc. οἱ ἵπποι Plut.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διασκιρτάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[πηδώ]] [[ολόγυρα]] ή απομακρύνομαι πηδώντας, σε Πλούτ.
|lsmtext='''διασκιρτάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[πηδώ]] [[ολόγυρα]] ή απομακρύνομαι πηδώντας, σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''διασκιρτάω:''' [[подпрыгивать]], [[брыкаться]] (ὀπισθίοις διεσκίρτων σκέλεσι, sc. οἱ ἵπποι Plut.).
|lstext='''διασκιρτάω''': πηδῶ κατὰ διαφόρους διευθύνσεις ἢ [[μακράν]], Πλούτ. Εὐμ. 11.
}}
{{elnl
|elnltext=δια-σκιρτάω rondspringen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br />to [[leap]] [[about]] or [[away]], Plut.
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br />to [[leap]] [[about]] or [[away]], Plut.
}}
}}

Revision as of 20:22, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διασκιρτάω Medium diacritics: διασκιρτάω Low diacritics: διασκιρτάω Capitals: ΔΙΑΣΚΙΡΤΑΩ
Transliteration A: diaskirtáō Transliteration B: diaskirtaō Transliteration C: diaskirtao Beta Code: diaskirta/w

English (LSJ)

leap about, LXX Wi.19.9, Plu.Eum.11, Philostr.Jun. Im.10.

Spanish (DGE)

1 intr., de anim. saltar, dar brincos τοῖς μὲν ὀπισθίοις ... διεσκίρτων σκέλεσι saltaban sobre sus patas traseras de caballos, Plu.Eum.11, cf. Gr.Nyss.M.46.572D, Hippiatr.Cant.1.1
retozar, triscar ὡς ἀμνοὶ διεσκίρτησαν LXX Sap.19.9, ὁρᾷς δὲ καὶ διασκιρτῶντα τοῦ ὄρους θρέμματα Philostr.Iun.Im.10.17
en sent. fig., de pers. saltar, dar saltos de alegría διεσκίρτα τὰ τῷ προστάγματι τοῦ θεοῦ ζωογονηθέντα βοτά Gr.Nyss.Hom.Opif.1, διασκιρτᾷ μου ἡ ψυχὴ βλέπουσα Leont.Mon.Nat.432.
2 tr. voltear, hacer dar vueltas τὸ σῶμα por efecto de la fiebre, Plu.2.501c.

German (Pape)

[Seite 602] aus einander, umher springen, Plut. Eum. 11.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
bondir çà et là.
Étymologie: διά, σκιρτάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-σκιρτάω rondspringen.

Russian (Dvoretsky)

διασκιρτάω: подпрыгивать, брыкаться (ὀπισθίοις διεσκίρτων σκέλεσι, sc. οἱ ἵπποι Plut.).

Greek Monotonic

διασκιρτάω: μέλ. -ήσω, πηδώ ολόγυρα ή απομακρύνομαι πηδώντας, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

διασκιρτάω: πηδῶ κατὰ διαφόρους διευθύνσεις ἢ μακράν, Πλούτ. Εὐμ. 11.

Middle Liddell

fut. ήσω
to leap about or away, Plut.