δειπνολόχος: Difference between revisions

From LSJ

κρυπτάδια φρονέοντα δικαζέμενharbour secret counsels

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=η, ον :<br />qui guette un souper, parasite.<br />'''Étymologie:''' [[δεῖπνον]], [[λόχος]].
|btext=η, ον :<br />qui guette un souper, parasite.<br />'''Étymologie:''' [[δεῖπνον]], [[λόχος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''δειπνολόχος''': -η, -ον, ὁ παραμονεύων τὰ δεῖπνα, ἐπιδιώκων προσκλήσεις εἰς δεῖπνα, [[παράσιτος]], Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 702· πρβλ. [[βωμολόχος]].
|elnltext=δειπνολόχος -η -ον [δεῖπνον, λόχος] loerend op maaltijden.
}}
{{elru
|elrutext='''δειπνολόχος:''' [[жадный до]] (вкусных) обедов, падкий на лакомства ([[γυνή]] Hes.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''δειπνολόχος:''' -η, -ον, αυτός που επιδιώκει να προσκαλείται στο [[δείπνο]], [[παρασιτικός]], [[χαραμοφάης]], σε Ησίοδ.
|lsmtext='''δειπνολόχος:''' -η, -ον, αυτός που επιδιώκει να προσκαλείται στο [[δείπνο]], [[παρασιτικός]], [[χαραμοφάης]], σε Ησίοδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''δειπνολόχος:''' [[жадный до]] (вкусных) обедов, падкий на лакомства ([[γυνή]] Hes.).
|lstext='''δειπνολόχος''': -η, -ον, ὁ παραμονεύων τὰ δεῖπνα, ἐπιδιώκων προσκλήσεις εἰς δεῖπνα, [[παράσιτος]], Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 702· πρβλ. [[βωμολόχος]].
}}
{{elnl
|elnltext=δειπνολόχος -η -ον [δεῖπνον, λόχος] loerend op maaltijden.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />[[fishing]] for invitations to [[dinner]], parasitic, Hes.
|mdlsjtxt=<br />[[fishing]] for invitations to [[dinner]], parasitic, Hes.
}}
}}

Revision as of 20:26, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δειπνολόχος Medium diacritics: δειπνολόχος Low diacritics: δειπνολόχος Capitals: ΔΕΙΠΝΟΛΟΧΟΣ
Transliteration A: deipnolóchos Transliteration B: deipnolochos Transliteration C: deipnolochos Beta Code: deipnolo/xos

English (LSJ)

η, ον, laying traps, fishing for invitations to dinner, parasitic, Hes.Op.704.

Spanish (DGE)

-η, -ον
que acecha la comida, parásito Hes.Op.704, Orac.Sib.2.258, Zonar., Sud.

German (Pape)

[Seite 540] den Gastmählern auflauernd, schmarotzend, Hes. O. 702; VLL.; Göttling δειπνολόχη.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
qui guette un souper, parasite.
Étymologie: δεῖπνον, λόχος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δειπνολόχος -η -ον [δεῖπνον, λόχος] loerend op maaltijden.

Russian (Dvoretsky)

δειπνολόχος: жадный до (вкусных) обедов, падкий на лакомства (γυνή Hes.).

Greek Monolingual

δειπνολόχος, -η, -ον) (Α) ο δειπνοθήρας, ο παράσιτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δείπνον + -λοχος < λόχος (πρβλ. νυκτιλόχος, φρυνολόχος)].

Greek Monotonic

δειπνολόχος: -η, -ον, αυτός που επιδιώκει να προσκαλείται στο δείπνο, παρασιτικός, χαραμοφάης, σε Ησίοδ.

Greek (Liddell-Scott)

δειπνολόχος: -η, -ον, ὁ παραμονεύων τὰ δεῖπνα, ἐπιδιώκων προσκλήσεις εἰς δεῖπνα, παράσιτος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 702· πρβλ. βωμολόχος.

Middle Liddell


fishing for invitations to dinner, parasitic, Hes.