καταφρύγω: Difference between revisions

From LSJ

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=<b>1</b> brûler;<br /><b>2</b> dessécher.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[φρύγω]].
|btext=<b>1</b> brûler;<br /><b>2</b> dessécher.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[φρύγω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''καταφρύγω''': ῡ, [[κατακαίω]], [[καίω]] [[μέχρι]] τέφρας, ἐπὶ κεραυνοῦ, Ἀριστοφ. Νεφ. 396.- Παθ., καταξηραίνομαι, Ἐκκλ.· δίψει καταφρῠγῆναι Βασίλ.· γλῶσσαι καταπεφρυγμέναι Ἀέτ.·- «καταφρυγήσεται· καταξηρανθήσεται» Ἡσύχ.
|elnltext=κατα-φρύγω verbranden; overdr.: κατεφρύγετο zij brandde van verlangen Theocr. Id. 14.26.
}}
{{elru
|elrutext='''καταφρύγω:''' () сжигать, испепелять (τινά Arph.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''καταφρύγω:''' [ῡ], μέλ. <i>-ξω</i>, [[καίω]] σε στάχτες, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''καταφρύγω:''' [ῡ], μέλ. <i>-ξω</i>, [[καίω]] σε στάχτες, σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''καταφρύγω:''' () сжигать, испепелять (τινά Arph.).
|lstext='''καταφρύγω''': ῡ, [[κατακαίω]], [[καίω]] [[μέχρι]] τέφρας, ἐπὶ κεραυνοῦ, Ἀριστοφ. Νεφ. 396.- Παθ., καταξηραίνομαι, Ἐκκλ.· δίψει καταφρῠγῆναι Βασίλ.· γλῶσσαι καταπεφρυγμέναι Ἀέτ.·- «καταφρυγήσεται· καταξηρανθήσεται» Ἡσύχ.
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-φρύγω verbranden; overdr.: κατεφρύγετο zij brandde van verlangen Theocr. Id. 14.26.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ξω<br />to [[burn]] to [[ashes]], Ar.
|mdlsjtxt=fut. ξω<br />to [[burn]] to [[ashes]], Ar.
}}
}}

Revision as of 20:35, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταφρύγω Medium diacritics: καταφρύγω Low diacritics: καταφρύγω Capitals: ΚΑΤΑΦΡΥΓΩ
Transliteration A: kataphrýgō Transliteration B: kataphrygō Transliteration C: katafrygo Beta Code: katafru/gw

English (LSJ)

[ῡ], A burn away, burn to ashes, of lightning, Ar.Nu. 396:—Pass., of love, v.l. in Theoc.14.26 (Pap. ined.). 2 parch, consume, of disease, Alex.Trall.Febr.4:—Pass., to be dried up, γλῶσσαι καταπεφρυγμέναι Ruf. ap. Aët.5.95: fut. -φρυγήσομαι Hsch.:—also καταφρον-φρύς<ς>ω, καταφρον-φρύττω, Id., Olymp. in Mete.299.11.

French (Bailly abrégé)

1 brûler;
2 dessécher.
Étymologie: κατά, φρύγω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-φρύγω verbranden; overdr.: κατεφρύγετο zij brandde van verlangen Theocr. Id. 14.26.

Russian (Dvoretsky)

καταφρύγω: (ῡ) сжигать, испепелять (τινά Arph.).

Greek Monolingual

καταφρύγω AM, Α και καταφρύσσω και καταφρύττω
μέσ. καταφρύγομαι
ξηραίνομαι τελείως
μσν.
μέσ. καταφρύγομαι
(για νερό) στερεύω
αρχ.
1. (για κεραυνό) αποτεφρώνω, κατακαίω
2. (για ασθένειες) προκαλώ πλήρη εξάντληση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + φρύγω «ψήνω, καίω»].

Greek Monotonic

καταφρύγω: [ῡ], μέλ. -ξω, καίω σε στάχτες, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

καταφρύγω: ῡ, κατακαίω, καίω μέχρι τέφρας, ἐπὶ κεραυνοῦ, Ἀριστοφ. Νεφ. 396.- Παθ., καταξηραίνομαι, Ἐκκλ.· δίψει καταφρῠγῆναι Βασίλ.· γλῶσσαι καταπεφρυγμέναι Ἀέτ.·- «καταφρυγήσεται· καταξηρανθήσεται» Ἡσύχ.

Middle Liddell

fut. ξω
to burn to ashes, Ar.