κελαινοφαής: Difference between revisions

From LSJ

περὶ ταῦτα οὕτω σφι νενομοθέτηται → it has been so ordained by law

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ής, ές :<br />qui brille d'une lueur sombre, glauque.<br />'''Étymologie:''' [[κελαινός]], [[φάος]].
|btext=ής, ές :<br />qui brille d'une lueur sombre, glauque.<br />'''Étymologie:''' [[κελαινός]], [[φάος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κελαινοφαής''': -ές, ἀμυδρῶς φωτίζουσα, ὄρφνα κ., φαίνεται ὅτι σημαίνει τὸ σκοτεινὸν [[λυκόφως]], Ἀριστοφ. Βάτρ. 1331.
|elnltext=κελαινοφαής -ές [κελαινός, φάος] donker glanzend.
}}
{{elru
|elrutext='''κελαινοφαής:''' темноблещущий, т. е. чуть озаренный, почти непроглядный (νυκτὸς [[ὄρφνα]] Arph.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κελαινοφαής:''' -ές ([[φάος]]), αυτός που φωτίζει αμυδρά, [[ὄρφνα]] κ., το σκοτεινό [[λυκόφως]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''κελαινοφαής:''' -ές ([[φάος]]), αυτός που φωτίζει αμυδρά, [[ὄρφνα]] κ., το σκοτεινό [[λυκόφως]], σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κελαινοφαής:''' темноблещущий, т. е. чуть озаренный, почти непроглядный (νυκτὸς [[ὄρφνα]] Arph.).
|lstext='''κελαινοφαής''': -ές, ἀμυδρῶς φωτίζουσα, ὄρφνα κ., φαίνεται ὅτι σημαίνει τὸ σκοτεινὸν [[λυκόφως]], Ἀριστοφ. Βάτρ. 1331.
}}
{{elnl
|elnltext=κελαινοφαής -ές [κελαινός, φάος] donker glanzend.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κελαινο-φαής, ές [[φάος]]<br />[[black]]-[[gleaming]], [[ὄρφνα]] κ. [[murky]] [[twilight]], Ar.
|mdlsjtxt=κελαινο-φαής, ές [[φάος]]<br />[[black]]-[[gleaming]], [[ὄρφνα]] κ. [[murky]] [[twilight]], Ar.
}}
}}

Revision as of 20:40, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κελαινοφᾰής Medium diacritics: κελαινοφαής Low diacritics: κελαινοφαής Capitals: ΚΕΛΑΙΝΟΦΑΗΣ
Transliteration A: kelainophaḗs Transliteration B: kelainophaēs Transliteration C: kelainofais Beta Code: kelainofah/s

English (LSJ)

ές, black-gleaming, ὄρφνα κ. murky twilight, Ar.Ra. 1331 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1414] ές, schwarz, dunkel leuchtend, νυκτὸς κελ. ὄρφνα Ar. Ran. 1331.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui brille d'une lueur sombre, glauque.
Étymologie: κελαινός, φάος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κελαινοφαής -ές [κελαινός, φάος] donker glanzend.

Russian (Dvoretsky)

κελαινοφαής: темноблещущий, т. е. чуть озаренный, почти непроглядный (νυκτὸς ὄρφνα Arph.).

Greek Monolingual

κελαινοφαής, -ές (Α)
αυτός που φωτίζει αμυδρά («ὦ Νυκτὸς κελαινοφαὴς ὄρφνα» — ώ σκοτεινό λυκόφως, ώ μαυροφώτεινο σκοτάδι της Νύχτας, Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κελαινός + -φαής (< φάος «φως»), πρβλ. λαμπροφαής, ολιγοφαής].

Greek Monotonic

κελαινοφαής: -ές (φάος), αυτός που φωτίζει αμυδρά, ὄρφνα κ., το σκοτεινό λυκόφως, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

κελαινοφαής: -ές, ἀμυδρῶς φωτίζουσα, ὄρφνα κ., φαίνεται ὅτι σημαίνει τὸ σκοτεινὸν λυκόφως, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1331.

Middle Liddell

κελαινο-φαής, ές φάος
black-gleaming, ὄρφνα κ. murky twilight, Ar.