κατισχναίνω: Difference between revisions

From LSJ

τὸν καπνὸν φεύγων εἰς τὸ πῦρ ἐνέπεσεν → out of the frying pan into the fire, from the frying pan into the fire

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=exténuer, épuiser.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἰσχναίνω]].
|btext=exténuer, épuiser.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἰσχναίνω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κατισχναίνω''': [[κάμνω]] τι ἐντελῶς ἰσχνόν, ἀσθενές, [[ἐξασθενίζω]], [[φθείρω]], [[ξηραίνω]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 138.- Παθ., ὑδροποτῶν καὶ κατισχναινόμενος Πλάτ. Πολ. 561C· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. μέλλ., κατισχνᾰνεῖσθαι Αἰσχύλ. Πρ. 269. ΙΙ. ἐλαττώνω συμπτώματα, Ἱππ. Προγν. 45· οὕτω, κ. ἔρωτα Καλλ. Ἐπιγράμμ. 48. 3· ὀσμὴν Θεοφρ. π. Ὀσμ. 47·- κατισχαίνω, εὕρηται συνεχῶς ὡς διάφορ. γραφ. (ἴδε ἐν λέξ. [[ἰσχναίνω]]).
|elnltext=κατισχναίνω [κάτισχνος] act., met acc. doen vermageren, verzwakken:; ἀτμῷ κατισχναίνουσα met jullie hete adem hem verzwakkend Aeschl. Eum. 138; overdr.:; αἱ Μοῖσαι τὸν ἔρωτα κατισχναίνοντι de Muzen deden zijn liefdesverdriet slinken AP 12.150.3; geneesk. zwelling reduceren, doen slinken. med., intrans. vermageren, wegteren:; κατισχνανεῖσθαι πρὸς πέτραις aan de rotsen geklonken te zullen wegteren Aeschl. PV 269; geneesk. van teelballen verschrompelen.
}}
{{elru
|elrutext='''κατισχναίνω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[истощать]], [[изнурять]], [[иссушать]] (ἀτμῷ Aesch.; ταῖς ἐπιθυμίαις Plut.); pass. изнуряться, чахнуть (ποιναῖς Aesch.; ὑδροποτεῖν καὶ κ. Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[ослаблять]], [[уменьшать]] (τὸν ἔρωτα Anth.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κατισχναίνω:''' μέλ. <i>-ᾰνῶ</i>, [[καθιστώ]] [[κάτι]] εντελώς ισχνό, [[εξασθενίζω]], σε Αισχύλ.· Μέσ. μέλ. <i>κατισχᾰνεῖσθαι</i>, με Παθ. [[σημασία]], στον ίδ.
|lsmtext='''κατισχναίνω:''' μέλ. <i>-ᾰνῶ</i>, [[καθιστώ]] [[κάτι]] εντελώς ισχνό, [[εξασθενίζω]], σε Αισχύλ.· Μέσ. μέλ. <i>κατισχᾰνεῖσθαι</i>, με Παθ. [[σημασία]], στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κατισχναίνω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[истощать]], [[изнурять]], [[иссушать]] (ἀτμῷ Aesch.; ταῖς ἐπιθυμίαις Plut.); pass. изнуряться, чахнуть (ποιναῖς Aesch.; ὑδροποτεῖν καὶ κ. Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[ослаблять]], [[уменьшать]] (τὸν ἔρωτα Anth.).
|lstext='''κατισχναίνω''': [[κάμνω]] τι ἐντελῶς ἰσχνόν, ἀσθενές, [[ἐξασθενίζω]], [[φθείρω]], [[ξηραίνω]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 138.- Παθ., ὑδροποτῶν καὶ κατισχναινόμενος Πλάτ. Πολ. 561C· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. μέλλ., κατισχνᾰνεῖσθαι Αἰσχύλ. Πρ. 269. ΙΙ. ἐλαττώνω συμπτώματα, Ἱππ. Προγν. 45· οὕτω, κ. ἔρωτα Καλλ. Ἐπιγράμμ. 48. 3· ὀσμὴν Θεοφρ. π. Ὀσμ. 47·- κατισχαίνω, εὕρηται συνεχῶς ὡς διάφορ. γραφ. (ἴδε ἐν λέξ. [[ἰσχναίνω]]).
}}
{{elnl
|elnltext=κατισχναίνω [κάτισχνος] act., met acc. doen vermageren, verzwakken:; ἀτμῷ κατισχναίνουσα met jullie hete adem hem verzwakkend Aeschl. Eum. 138; overdr.:; αἱ Μοῖσαι τὸν ἔρωτα κατισχναίνοντι de Muzen deden zijn liefdesverdriet slinken AP 12.150.3; geneesk. zwelling reduceren, doen slinken. med., intrans. vermageren, wegteren:; κατισχνανεῖσθαι πρὸς πέτραις aan de rotsen geklonken te zullen wegteren Aeschl. PV 269; geneesk. van teelballen verschrompelen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ᾰνῶ<br />to make to [[pine]] or [[waste]] [[away]], Aesch.:—fut. mid. κατισχνᾰνεῖσθαι in [[pass]]. [[sense]], Aesch.
|mdlsjtxt=fut. ᾰνῶ<br />to make to [[pine]] or [[waste]] [[away]], Aesch.:—fut. mid. κατισχνᾰνεῖσθαι in [[pass]]. [[sense]], Aesch.
}}
}}

Revision as of 20:40, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατισχναίνω Medium diacritics: κατισχναίνω Low diacritics: κατισχναίνω Capitals: ΚΑΤΙΣΧΝΑΙΝΩ
Transliteration A: katischnaínō Transliteration B: katischnainō Transliteration C: katischnaino Beta Code: katisxnai/nw

English (LSJ)

A cause to pine or waste away, A.Eu.138:—Pass., ὑδροποτῶν καὶ κατισχναινόμενος Pl.R.561c, cf. J.AJ7.8.1:—fut. Med. inf. κατισχνᾰνεῖσθαι A.Pr.271. II reduce a swelling, Hp.Prog. 23; αἱ Μοῦσαι τὸν ἔρωτα κ. Call.Epigr.47.3; weaken, ὀσμήν Thphr. Od.47.

German (Pape)

[Seite 1402] mager machen, abzehren, erschöpfen; ἀτμῷ κατισχναίνουσα νηδύος πυρί Aesch. Eum. 133, mit dem Hauche verzehrend; ποιναῖς κατισχνανεῖσθαι Prom. 269; ὑδροποτῶν καὶ κατισχναινόμενος Plat. Rep. VIII, 561 c; – ἔρωτα, schwächen, Callim. 14 (XII, 150). – Bei Luc. philopatr. 20 steht ἐπιφθέγγεσθαι κατισχνημένον, mit schwacher Stimme.

French (Bailly abrégé)

exténuer, épuiser.
Étymologie: κατά, ἰσχναίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατισχναίνω [κάτισχνος] act., met acc. doen vermageren, verzwakken:; ἀτμῷ κατισχναίνουσα met jullie hete adem hem verzwakkend Aeschl. Eum. 138; overdr.:; αἱ Μοῖσαι τὸν ἔρωτα κατισχναίνοντι de Muzen deden zijn liefdesverdriet slinken AP 12.150.3; geneesk. zwelling reduceren, doen slinken. med., intrans. vermageren, wegteren:; κατισχνανεῖσθαι πρὸς πέτραις aan de rotsen geklonken te zullen wegteren Aeschl. PV 269; geneesk. van teelballen verschrompelen.

Russian (Dvoretsky)

κατισχναίνω:
1) истощать, изнурять, иссушать (ἀτμῷ Aesch.; ταῖς ἐπιθυμίαις Plut.); pass. изнуряться, чахнуть (ποιναῖς Aesch.; ὑδροποτεῖν καὶ κ. Plat.);
2) ослаблять, уменьшать (τὸν ἔρωτα Anth.).

Greek Monolingual

κατισχναίνω (Α) ισχαίνω
1. καθιστώ κάτι εντελώς ισχνό, αδύνατο («τῷ ἀτμῷ κατισχναίσουσα... ἕπου, μάραινε...» — αδυνάτιζέ τον, λειώνε τον με θερμό φύσημα, ακολούθα τον, μάραινέ τον, Αισχύλ.)
2. ελαττώνω, περιορίζω τα συμπτώματα ασθένειας, τις εκδηλώσεις του έρωτα ή τη δύναμη οσμής.

Greek Monotonic

κατισχναίνω: μέλ. -ᾰνῶ, καθιστώ κάτι εντελώς ισχνό, εξασθενίζω, σε Αισχύλ.· Μέσ. μέλ. κατισχᾰνεῖσθαι, με Παθ. σημασία, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

κατισχναίνω: κάμνω τι ἐντελῶς ἰσχνόν, ἀσθενές, ἐξασθενίζω, φθείρω, ξηραίνω, Αἰσχύλ. Εὐμ. 138.- Παθ., ὑδροποτῶν καὶ κατισχναινόμενος Πλάτ. Πολ. 561C· οὕτως ἐν τῷ μέσ. μέλλ., κατισχνᾰνεῖσθαι Αἰσχύλ. Πρ. 269. ΙΙ. ἐλαττώνω συμπτώματα, Ἱππ. Προγν. 45· οὕτω, κ. ἔρωτα Καλλ. Ἐπιγράμμ. 48. 3· ὀσμὴν Θεοφρ. π. Ὀσμ. 47·- κατισχαίνω, εὕρηται συνεχῶς ὡς διάφορ. γραφ. (ἴδε ἐν λέξ. ἰσχναίνω).

Middle Liddell

fut. ᾰνῶ
to make to pine or waste away, Aesch.:—fut. mid. κατισχνᾰνεῖσθαι in pass. sense, Aesch.