κροτησμός: Difference between revisions

From LSJ

ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶςlike the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=οῦ (ὁ) :<br />bruit de choses qui s'entrechoquent.<br />'''Étymologie:''' [[κροτέω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />bruit de choses qui s'entrechoquent.<br />'''Étymologie:''' [[κροτέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κροτησμός''': ὁ, = [[κρότος]], εἰκώ... πυκνοῦ κροτησμοῦ τυγχάνουσα, ὑφισταμένη πυκνὰ κτυπήματα, ἐπὶ τῶν κτυπημάτων καὶ τοῦ κρότου τῶν ἐπὶ τῆς φερούσης τὴν εἰκόνα ἀσπίδος ῥιπτομένων δοράτων, Αἰσχύλ. Θήβ. 561.
|elnltext=κροτησμός -οῦ, ὁ [κροτέω] gebeuk.
}}
{{elru
|elrutext='''κροτησμός:''' ὁ [[удары]], [[стук]], [[лязг]] Aesch.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κροτησμός:''' ὁ = [[κρότος]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''κροτησμός:''' ὁ = [[κρότος]], σε Αισχύλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κροτησμός:''' ὁ [[удары]], [[стук]], [[лязг]] Aesch.
|lstext='''κροτησμός''': ὁ, = [[κρότος]], εἰκώ... πυκνοῦ κροτησμοῦ τυγχάνουσα, ὑφισταμένη πυκνὰ κτυπήματα, ἐπὶ τῶν κτυπημάτων καὶ τοῦ κρότου τῶν ἐπὶ τῆς φερούσης τὴν εἰκόνα ἀσπίδος ῥιπτομένων δοράτων, Αἰσχύλ. Θήβ. 561.
}}
{{elnl
|elnltext=κροτησμός -οῦ, ὁ [κροτέω] gebeuk.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 20:50, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κροτησμός Medium diacritics: κροτησμός Low diacritics: κροτησμός Capitals: ΚΡΟΤΗΣΜΟΣ
Transliteration A: krotēsmós Transliteration B: krotēsmos Transliteration C: krotismos Beta Code: krothsmo/s

English (LSJ)

ὁ, = κρότος, [ἀσπὶς] πυκνοῦ κροτησμοῦ τυγχάνουσα A.Th.561.

German (Pape)

[Seite 1513] ὁ, = Vorigem; πυκνοῦ κροτησμοῦ τυγχάνουσ' ὑπὸ πτόλιν Aesch. Spt. 543, vom Schleudern der Lanzen auf die Schilder, das einen hellen Klang hervorbringt.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
bruit de choses qui s'entrechoquent.
Étymologie: κροτέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κροτησμός -οῦ, ὁ [κροτέω] gebeuk.

Russian (Dvoretsky)

κροτησμός:удары, стук, лязг Aesch.

Greek Monolingual

κροτησμός, ὁ (Α)
κρότος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κροτώ + επίθημα -ησμός (πρβλ. ορχησμός, χρησμός)].

Greek Monotonic

κροτησμός: ὁ = κρότος, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

κροτησμός: ὁ, = κρότος, εἰκώ... πυκνοῦ κροτησμοῦ τυγχάνουσα, ὑφισταμένη πυκνὰ κτυπήματα, ἐπὶ τῶν κτυπημάτων καὶ τοῦ κρότου τῶν ἐπὶ τῆς φερούσης τὴν εἰκόνα ἀσπίδος ῥιπτομένων δοράτων, Αἰσχύλ. Θήβ. 561.

Middle Liddell

κροτησμός, οῦ, [from κροτέω = κρότος, Aesch.]

English (Woodhouse)

noise

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)