κολπίας: Difference between revisions
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />sinueux, qui tombe en plis.<br />'''Étymologie:''' [[κόλπος]]. | |btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />sinueux, qui tombe en plis.<br />'''Étymologie:''' [[κόλπος]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=κολπίας -ου, ὁ [κόλπος] mantel met ruime plooi:. πέπλον δ’ ἔρεικε κολπίαν verscheur uw geplooide jurk Aeschl. Pers. 1060. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κολπίας:''' ου adj. m складчатый, ниспадающий складками ([[πέπλος]] Aesch.). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''κολπίας:''' -ου, ὁ, αυτός που είναι εξογκωμένος και σχηματίζει κόλπους, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''κολπίας:''' -ου, ὁ, αυτός που είναι εξογκωμένος και σχηματίζει κόλπους, σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''κολπίας''': -ου, ὁ, ὁ ἐξογκούμενος καὶ σχηματίζων κόλπους, κ. [[πέπλος]] Αἰσχύλ. Πέρσ. 1060· ― κ. [[ἄνεμος]] Φίλων παρ’ Εὐσεβ. Εὐαγγ. Προπ. 34Β. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[κολπίας]], ου,<br />[[swelling]] in folds, Aesch. [from [[κόλπος]] | |mdlsjtxt=[[κολπίας]], ου,<br />[[swelling]] in folds, Aesch. [from [[κόλπος]] | ||
}} | }} |
Revision as of 20:55, 2 October 2022
English (LSJ)
ου, ὁ, A swelling in folds, πέπλος A.Pers.1060. 2 name of a wind, blowing from the gulf, Ph.Bybl. ap. Eus.PE1.10, Ach.Tat.Intr.Arat. 33.
German (Pape)
[Seite 1475] ὁ, mit einem Busen, bauschig, πέπλος Aesch. Pers. 1017.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
sinueux, qui tombe en plis.
Étymologie: κόλπος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κολπίας -ου, ὁ [κόλπος] mantel met ruime plooi:. πέπλον δ’ ἔρεικε κολπίαν verscheur uw geplooide jurk Aeschl. Pers. 1060.
Russian (Dvoretsky)
κολπίας: ου adj. m складчатый, ниспадающий складками (πέπλος Aesch.).
Greek Monolingual
ο (Α κολπίας) κόλπος
θαλάσσιος άνεμος που δημιουργείται γύρω από τα στόμια τών όχι και πολύ ανοιχτών κόλπων, κορφιάς
αρχ.
φρ. «κολπίας πέπλος» — πέπλος που ανασηκώνεται με τα χέρια, έτσι ώστε να σχηματίζει μεγάλες πτυχές.
Greek Monotonic
κολπίας: -ου, ὁ, αυτός που είναι εξογκωμένος και σχηματίζει κόλπους, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
κολπίας: -ου, ὁ, ὁ ἐξογκούμενος καὶ σχηματίζων κόλπους, κ. πέπλος Αἰσχύλ. Πέρσ. 1060· ― κ. ἄνεμος Φίλων παρ’ Εὐσεβ. Εὐαγγ. Προπ. 34Β.