κωμόπολις: Difference between revisions
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=εως (ἡ) :<br />gros bourg, petite ville.<br />'''Étymologie:''' [[κώμη]], [[πόλις]]. | |btext=εως (ἡ) :<br />gros bourg, petite ville.<br />'''Étymologie:''' [[κώμη]], [[πόλις]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=κωμόπολις -εως, ἡ [κώμη, πόλις] stadje. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κωμόπολις:''' εως ἡ [[городок]], [[местечко]] NT. | |||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
Line 28: | Line 31: | ||
|lsmtext='''κωμόπολις:''' -εως, ὁ ([[κώμη]]), [[κωμόπολη]], δηλ. [[τόπος]] που δεν δικαιούται να ονομάζεται [[πόλις]], σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''κωμόπολις:''' -εως, ὁ ([[κώμη]]), [[κωμόπολη]], δηλ. [[τόπος]] που δεν δικαιούται να ονομάζεται [[πόλις]], σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''κωμόπολις''': -εως, ὁ, ([[κώμη]]), [[πόλις]] μικρὰ ὡς [[χωρίον]], μὴ δυναμένη νὰ ὀνομασθῇ [[πόλις]], Στράβ. 537, 557, 568, Κ. Δ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 21:00, 2 October 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, village-town, i.e. a place not entitled to be called a πόλις, Str.12.2.6, al., Ev.Marc.1.38.
German (Pape)
[Seite 1544] εως, ἡ, ein stadtähnliches, großes Dorf, Marktflecken, Strab. XII, 517. 557.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
gros bourg, petite ville.
Étymologie: κώμη, πόλις.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κωμόπολις -εως, ἡ [κώμη, πόλις] stadje.
Russian (Dvoretsky)
κωμόπολις: εως ἡ городок, местечко NT.
English (Strong)
from κώμη and πόλις; an unwalled city: town.
English (Thayer)
κωμοπολεως, ἡ, a village approximating in size and number of inhabitants to a city, a village-city, a town (German Marktflecken): Strabo; (Aq. Theod. (Field)); often in the Byzantine writings of the middle ages.)
Greek Monotonic
κωμόπολις: -εως, ὁ (κώμη), κωμόπολη, δηλ. τόπος που δεν δικαιούται να ονομάζεται πόλις, σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
κωμόπολις: -εως, ὁ, (κώμη), πόλις μικρὰ ὡς χωρίον, μὴ δυναμένη νὰ ὀνομασθῇ πόλις, Στράβ. 537, 557, 568, Κ. Δ.
Middle Liddell
κωμό-πολις, εως κώμη
a village-town, i. e. a place not entitled to be called a πόλις, NTest.
Chinese
原文音譯:komÒpolij 可摩-坡利士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:鄉村-諸(市)
字義溯源:無城牆的鄉鎮,鄉村,村鎮-城市;由(κώμη)=小村)與(πόλις)*=城,鎮)組成;而 (κώμη)出自(κεῖμαι)*=躺)。(參讀 斯9:19)
出現次數:總共(1);可(1)
譯字彙編:
1) 鄉村(1) 可1:38