Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

παμπησία: Difference between revisions

From LSJ

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 16: Line 16:
|btext=ας (ἡ) :<br />possession entière, pleine propriété.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[πάομαι]].
|btext=ας (ἡ) :<br />possession entière, pleine propriété.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[πάομαι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''παμπησία''': , (πέπᾱμαι) ὀλοσχερὴς [[κτῆσις]], σύμπασα ἡ [[περιουσία]], Αἰσχύλ. Θήβ. 817, Εὐρ. Ἴων 1305, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 868.
|elnltext=παμπησία -ας, ἡ [πᾶς,* πάομαι] gehele bezit:. διέλαχον... κτημάτων παμπησίαν zij verdeelden hun hele bezit Aeschl. Sept. 817.
}}
{{elru
|elrutext='''παμπησία:''' ἡ [[полное обладание]] (κτημάτων Aesch.): [[ἥδε]] σοὶ π. Eur. вот что принадлежит целиком тебе.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''παμπησία:''' ἡ ([[πάομαι]]), [[ολοσχερής]] [[κτήση]], ολοκληρωτική [[κατοχή]], σε Αισχύλ., Ευρ.
|lsmtext='''παμπησία:''' ἡ ([[πάομαι]]), [[ολοσχερής]] [[κτήση]], ολοκληρωτική [[κατοχή]], σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''παμπησία:''' ἡ [[полное обладание]] (κτημάτων Aesch.): [[ἥδε]] σοὶ π. Eur. вот что принадлежит целиком тебе.
|lstext='''παμπησία''': , (πέπᾱμαι) ὀλοσχερὴς [[κτῆσις]], σύμπασα ἡ [[περιουσία]], Αἰσχύλ. Θήβ. 817, Εὐρ. Ἴων 1305, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 868.
}}
{{elnl
|elnltext=παμπησία -ας, ἡ [πᾶς,* πάομαι] gehele bezit:. διέλαχον... κτημάτων παμπησίαν zij verdeelden hun hele bezit Aeschl. Sept. 817.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 21:04, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παμπησία Medium diacritics: παμπησία Low diacritics: παμπησία Capitals: ΠΑΜΠΗΣΙΑ
Transliteration A: pampēsía Transliteration B: pampēsia Transliteration C: pampisia Beta Code: pamphsi/a

English (LSJ)

ἡ, (πέπαμαι) entire possession, full property, A. Th.817, E.Ion1305, Ar.Ec.868.

German (Pape)

[Seite 454] ἡ, ganzer Besitz, Gesammtbesitz; διέλαχον κτημάτων παμπησίαν, Aesch. Spt. 799; Eur. Ion 1305; αἴρεσθε τὴν παμπησίαν, Ar. Eccl. 868.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
possession entière, pleine propriété.
Étymologie: πᾶν, πάομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παμπησία -ας, ἡ [πᾶς,* πάομαι] gehele bezit:. διέλαχον... κτημάτων παμπησίαν zij verdeelden hun hele bezit Aeschl. Sept. 817.

Russian (Dvoretsky)

παμπησία:полное обладание (κτημάτων Aesch.): ἥδε σοὶ π. Eur. вот что принадлежит целиком тебе.

Greek Monolingual

παμπησία, ἡ (Α)
πλήρης ιδιοκτησία, ολοσχερής κτήση («διέλαχον κτημάτων παμπησίαν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -πησία (< πέπαμαι «κατέχω, εξουσιάζω»), κατά τα θηλ. σε -ησία (πρβλ. παρρησία, πανοικησία), μέσω αμάρτυρου πάν-πητος].

Greek Monotonic

παμπησία: ἡ (πάομαι), ολοσχερής κτήση, ολοκληρωτική κατοχή, σε Αισχύλ., Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

παμπησία: ἡ, (πέπᾱμαι) ὀλοσχερὴς κτῆσις, σύμπασα ἡ περιουσία, Αἰσχύλ. Θήβ. 817, Εὐρ. Ἴων 1305, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 868.

Middle Liddell

παμ-πησία, ἡ, πάομαι
entire possession, the full property, Aesch., Eur.

English (Woodhouse)

inheritance, property, full possession

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)