Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πάφλασμα: Difference between revisions

From LSJ

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ατος (τό) :<br />bruit de l'eau qui bouillonne ; <i>fig.</i> τὰ παφλάσματα paroles ronflantes, bavardage.<br />'''Étymologie:''' [[παφλάζω]].
|btext=ατος (τό) :<br />bruit de l'eau qui bouillonne ; <i>fig.</i> τὰ παφλάσματα paroles ronflantes, bavardage.<br />'''Étymologie:''' [[παφλάζω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πάφλασμα''': τό, τὸ ἀνάβρασμα ἐπὶ τῆς θαλάσσης· ― μεταφορ., παφλάσματα, θορυβώδη φυσήματα, κομπασμοί, φλυαρίαι, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1243· ― ὁ Ἡσύχ. ἔχει «[[φλασμός]]· [[τῦφος]]».
|elnltext=πάφλασμα -ατος, τό [παφλάζω] overdr. gebral.
}}
{{elru
|elrutext='''πάφλασμα:''' ατος τό досл. клокотание, перен. болтовня: παῦε τῶν παφλασμάτων! Arph. довольно пустой болтовни!
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''πάφλασμα:''' -ατος, τό, [[αναβρασμός]], [[παφλασμός]], λέγεται για τη [[θάλασσα]]· μεταφ. <i>παφλάσματα</i>, λυσσομανιάσματα, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''πάφλασμα:''' -ατος, τό, [[αναβρασμός]], [[παφλασμός]], λέγεται για τη [[θάλασσα]]· μεταφ. <i>παφλάσματα</i>, λυσσομανιάσματα, σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πάφλασμα:''' ατος τό досл. клокотание, перен. болтовня: παῦε τῶν παφλασμάτων! Arph. довольно пустой болтовни!
|lstext='''πάφλασμα''': τό, τὸ ἀνάβρασμα ἐπὶ τῆς θαλάσσης· ― μεταφορ., παφλάσματα, θορυβώδη φυσήματα, κομπασμοί, φλυαρίαι, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1243· ― ὁ Ἡσύχ. ἔχει «[[φλασμός]]· [[τῦφος].
}}
{{elnl
|elnltext=πάφλασμα -ατος, τό [παφλάζω] overdr. gebral.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πάφλασμα]], ατος, τό, [from [[παφλάζω]]<br />a [[boiling]], of the sea:—metaph., παφλάσματα blusterings, Ar.
|mdlsjtxt=[[πάφλασμα]], ατος, τό, [from [[παφλάζω]]<br />a [[boiling]], of the sea:—metaph., παφλάσματα blusterings, Ar.
}}
}}

Revision as of 21:05, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάφλασμα Medium diacritics: πάφλασμα Low diacritics: πάφλασμα Capitals: ΠΑΦΛΑΣΜΑ
Transliteration A: páphlasma Transliteration B: paphlasma Transliteration C: paflasma Beta Code: pa/flasma

English (LSJ)

ατος, τό, boiling: metaph., in plural, blusterings, Ar.Av.1243.

German (Pape)

[Seite 539] τό, das Schäumen u. übertr. nach B. A. 60, ψευδεῖς καὶ ἀλαζόνες λόγοι καὶ ἀναζέοντες ὥςπερ ἐκ πυρός, leere Prahlereien, wie es Ar. Av. 1243 braucht.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
bruit de l'eau qui bouillonne ; fig. τὰ παφλάσματα paroles ronflantes, bavardage.
Étymologie: παφλάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πάφλασμα -ατος, τό [παφλάζω] overdr. gebral.

Russian (Dvoretsky)

πάφλασμα: ατος τό досл. клокотание, перен. болтовня: παῦε τῶν παφλασμάτων! Arph. довольно пустой болтовни!

Greek Monolingual

το, ΝΑ παφλάζω
ο ήχος τών ανακινούμενων κυμάτων ή τών κυμάτων που σκάνε στην ακτή, το ανάβρασμα, παφλασμός
νεοελλ.
1. ο θόρυβος του νερού που τρέχει ορμητικά
2. ο θόρυβος υγρού που βράζει, κοχλασμός
αρχ.
στον πληθ. τὰ παφλάσματα
οι κομπασμοί, τα σαλιαρίσματα, οι μπούρδες, οι. μπουρμπουλήθρες.

Greek Monotonic

πάφλασμα: -ατος, τό, αναβρασμός, παφλασμός, λέγεται για τη θάλασσα· μεταφ. παφλάσματα, λυσσομανιάσματα, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

πάφλασμα: τό, τὸ ἀνάβρασμα ἐπὶ τῆς θαλάσσης· ― μεταφορ., παφλάσματα, θορυβώδη φυσήματα, κομπασμοί, φλυαρίαι, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1243· ― ὁ Ἡσύχ. ἔχει «φλασμός· τῦφος».

Middle Liddell

πάφλασμα, ατος, τό, [from παφλάζω
a boiling, of the sea:—metaph., παφλάσματα blusterings, Ar.