πλειστήρης: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ης, ες:<br />très considérable.<br />'''Étymologie:''' [[πλεῖστος]].
|btext=ης, ες:<br />très considérable.<br />'''Étymologie:''' [[πλεῖστος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πλειστήρης''': -ες, ([[πλεῖστος]]) πολλαπλοῦς, [[ἅπας]] πλ. [[χρόνος]], [[ὅλος]] ὁ μακρὸς [[χρόνος]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 763.
|elnltext=πλειστήρης -ες [πλεῖστος] veelvuldig:. εἰς ἅπαντα πλειστήρη χρόνον voor de volle lengte van alle tijd Aeschl. Eum. 763.
}}
{{elru
|elrutext='''πλειστήρης:''' многочисленный, т. е. продолжительный: εἰς ἅπαντα πλειστήρη χρόνον Aesch. на все последующее время.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''πλειστήρης:''' -ες (*ἄρω), [[πολυμερής]], [[πολλαπλός]], [[ἅπας]] [[πλειστήρης]] [[χρόνος]], ολόκληρη η [[έκταση]] του χρόνου, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''πλειστήρης:''' -ες (*ἄρω), [[πολυμερής]], [[πολλαπλός]], [[ἅπας]] [[πλειστήρης]] [[χρόνος]], ολόκληρη η [[έκταση]] του χρόνου, σε Αισχύλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πλειστήρης:''' многочисленный, т. е. продолжительный: εἰς ἅπαντα πλειστήρη χρόνον Aesch. на все последующее время.
|lstext='''πλειστήρης''': -ες, ([[πλεῖστος]]) πολλαπλοῦς, [[ἅπας]] πλ. [[χρόνος]], [[ὅλος]] ὁ μακρὸς [[χρόνος]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 763.
}}
{{elnl
|elnltext=πλειστήρης -ες [πλεῖστος] veelvuldig:. εἰς ἅπαντα πλειστήρη χρόνον voor de volle lengte van alle tijd Aeschl. Eum. 763.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πλειστ-[[ήρης]], ες [*ἄρω]<br />[[manifold]], [[ἅπας]] πλ. [[χρόνος]] all the [[whole]] [[length]] of [[time]], Aesch.
|mdlsjtxt=πλειστ-[[ήρης]], ες [*ἄρω]<br />[[manifold]], [[ἅπας]] πλ. [[χρόνος]] all the [[whole]] [[length]] of [[time]], Aesch.
}}
}}

Revision as of 21:25, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλειστήρης Medium diacritics: πλειστήρης Low diacritics: πλειστήρης Capitals: ΠΛΕΙΣΤΗΡΗΣ
Transliteration A: pleistḗrēs Transliteration B: pleistērēs Transliteration C: pleistiris Beta Code: pleisth/rhs

English (LSJ)

ες, manifold, ἅπας π. χρόνος all the whole length of time, A.Eu.763.

German (Pape)

[Seite 628] ες, meistfach, sehr vielfach, πλειστήρης χρόνος, alle Zeit, Aesch. Eum. 733.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
très considérable.
Étymologie: πλεῖστος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλειστήρης -ες [πλεῖστος] veelvuldig:. εἰς ἅπαντα πλειστήρη χρόνον voor de volle lengte van alle tijd Aeschl. Eum. 763.

Russian (Dvoretsky)

πλειστήρης: многочисленный, т. е. продолжительный: εἰς ἅπαντα πλειστήρη χρόνον Aesch. на все последующее время.

Greek Monolingual

-ῆρες, Α
(ποιητ. τ.)
1. ο αποτελούμενος από πολλά μέρη, πολλαπλός
2. (κατ' επέκτ.) (για τον χρόνο) αυτός που έχει πολύ μεγάλη διάρκεια, ο μακρόςἅπας πλειστήρης χρόνος», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλεῖστος + κατάλ. -ήρης (πρβλ. κοπ-ήρης)].

Greek Monotonic

πλειστήρης: -ες (*ἄρω), πολυμερής, πολλαπλός, ἅπας πλειστήρης χρόνος, ολόκληρη η έκταση του χρόνου, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

πλειστήρης: -ες, (πλεῖστος) πολλαπλοῦς, ἅπας πλ. χρόνος, ὅλος ὁ μακρὸς χρόνος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 763.

Middle Liddell

πλειστ-ήρης, ες [*ἄρω]
manifold, ἅπας πλ. χρόνος all the whole length of time, Aesch.