περιζώστρα: Difference between revisions

From LSJ

λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> tablier;<br /><b>2</b> bandelette.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[ζώννυμι]].
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> tablier;<br /><b>2</b> bandelette.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[ζώννυμι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''περιζώστρα''': , [[περίζωμα]], Ἀναξανδρ. ἐν Ἀδήλ. 16. ΙΙ. [[ταινία]] περιδεδεμένη περὶ στέφανον, Θεόκρ. 2. 122.
|elnltext=περιζώστρα -ας, ἡ [περιζώννυμι] lint.
}}
{{elru
|elrutext='''περιζώστρα:''' ἡ [[повязка]] Theocr.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''περιζώστρα:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[ποδιά]],<br /><b class="num">II.</b> [[κορδέλα]], [[ταινία]] πλεγμένη γύρω από [[στεφάνι]], σε Θεόκρ.
|lsmtext='''περιζώστρα:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[ποδιά]],<br /><b class="num">II.</b> [[κορδέλα]], [[ταινία]] πλεγμένη γύρω από [[στεφάνι]], σε Θεόκρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''περιζώστρα:''' ἡ [[повязка]] Theocr.
|lstext='''περιζώστρα''': , [[περίζωμα]], Ἀναξανδρ. ἐν Ἀδήλ. 16. ΙΙ. [[ταινία]] περιδεδεμένη περὶ στέφανον, Θεόκρ. 2. 122.
}}
{{elnl
|elnltext=περιζώστρα -ας, ἡ [περιζώννυμι] lint.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=περι-[[ζώστρα]], ἡ,<br /><b class="num">I.</b> an [[apron]].<br /><b class="num">II.</b> a [[ribbon]] twined [[round]] a [[garland]], Theocr.
|mdlsjtxt=περι-[[ζώστρα]], ἡ,<br /><b class="num">I.</b> an [[apron]].<br /><b class="num">II.</b> a [[ribbon]] twined [[round]] a [[garland]], Theocr.
}}
}}

Revision as of 21:30, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιζώστρα Medium diacritics: περιζώστρα Low diacritics: περιζώστρα Capitals: ΠΕΡΙΖΩΣΤΡΑ
Transliteration A: perizṓstra Transliteration B: perizōstra Transliteration C: perizostra Beta Code: perizw/stra

English (LSJ)

ἡ, A apron, Anaxandr. 69. II ribbon twined round a garland, dub. in Theoc.2.122.

German (Pape)

[Seite 576] ἡ, Gurt, Gürtel, Schurz, Theocr. 2, 121; Poll. 2, 166. 7, 65.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 tablier;
2 bandelette.
Étymologie: περί, ζώννυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιζώστρα -ας, ἡ [περιζώννυμι] lint.

Russian (Dvoretsky)

περιζώστρα:повязка Theocr.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
νεοελλ.
1. ζώνη γύρω από κάτι
2. νεοελλ. σχοινί γύρω από τη βάρκα για να κρεμιένται παραβλήματα που τήν προφυλάσσουν από προσκρούσεις στην προβλήτα ή με άλλα πλοία
μσν.-αρχ.
ζώνη γύρω από κάτι
αρχ.
ταινία από ύφασμα δεμένη γύρω από στεφάνι με λουλούδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περιζώννυμι + επίθημα -τρα (πρβλ. κρεμάσ-τρα)].

Greek Monotonic

περιζώστρα: ἡ,
I. ποδιά,
II. κορδέλα, ταινία πλεγμένη γύρω από στεφάνι, σε Θεόκρ.

Greek (Liddell-Scott)

περιζώστρα: ἡ, περίζωμα, Ἀναξανδρ. ἐν Ἀδήλ. 16. ΙΙ. ταινία περιδεδεμένη περὶ στέφανον, Θεόκρ. 2. 122.

Middle Liddell

περι-ζώστρα, ἡ,
I. an apron.
II. a ribbon twined round a garland, Theocr.